Μέρα 120η: 27 Ιούνιου

331 40 7
                                    

O X. με τη Μόνικα είναι στο αυτοκίνητο του μετά από αρκετή ώρα οδήγησης. Την έχει οδηγήσει αρκετά έξω απ' τα προάστια της πόλης, εκεί που βρίσκεις το επόμενο σπίτι πολλά χιλιόμετρα μετά το προηγούμενο. Εκείνη δεν έχει αναρωτηθεί καν τον λόγο που βρίσκονται εκεί. Έχει ξεχαστεί από τη μουσική και το δεξί χέρι του που της σηκώνει απαλά τη φούστα όσο το αριστερό χειρίζεται το τιμόνι. Νιώθει τα αγγίγματά του να την τινάζουν, να γίνονται ένα με τη ζέστη του καυτού απογεύματος, με τα φώτα της πόλης που αρχίζουν δειλά δειλά να τρεμοσβήνουν πίσω τους και τη φωνή του τραγουδιστή που τόσο μελωδικά εξυμνεί τον έρωτα.

Σταματάει απότομα την οδήγηση. Ανάβει τα αλάρμ και παρκάρει στο πλάι μιας ερημικής τοποθεσίας, λες και περιμένει κάποιον για να συναντήσει. Ακριβώς δίπλα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, ξεκινά ένα χωμάτινο μονοπάτι. Η Μόνικα κοιτάζει δεξιά και αριστερά της. Δεν της θυμίζει τίποτα το μέρος. Ούτε μπορεί να καταλάβει τι περιμένουν στη μέση του πουθενά.

«Γιατί σταμάτησες; Τι έχεις στο πονηρό μυαλό σου;»

«Τίποτα το πολύ πονηρό» της λέει και τα κάτασπρα δόντια του ενώνονται σε ένα φωτεινό χαμόγελο.

«Τότε γιατί σταματήσαμε εδώ; Αγριεύομαι λίγο».

«Με εμπιστεύεσαι;» τη ρωτάει και εκείνη απορεί τι να σημαίνει όλο αυτό το παιχνίδι.

«Ναι, γιατί;» ρωτάει τάχα ήρεμη, όμως μέσα της ξέρει πως θέλει να ανοίξει την πόρτα και να αρχίσει να τρέχει μακριά του την ίδια στιγμή.

«Κλείσε τα μάτια σου» την προστάζει και εκείνη ζαλισμένη από το απρόσμενο της κατάστασης τα κλείνει υπάκουα. Εκείνος ανοίγει το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και βγάζει ένα μαύρο, βελούδινο μαντίλι. Της το φοράει και το δένει σφιχτά, προκαλώντας της μια δυσφορία λόγω της ζεστής αίσθησης του μαντιλιού στο ίδιο ιδρωμένο πρόσωπό της.

Έπειτα βγαίνει από το αυτοκίνητο, πηγαίνει από την πλευρά της και της ανοίγει την πόρτα. Τη βοηθάει να βγει και εκείνη μετά από λίγο ακούει τον ήχο από τον συναγερμό του αυτοκινήτου που δηλώνει ότι κλειδώθηκε επιτυχώς. «Μα πού πάμε; Φοβάμαι λίγο...» τολμά να ομολογήσει.

Τα παπούτσια της έρχονται σε επαφή με το χώμα. Περπατά για αρκετά λεπτά υπό την καθοδήγησή του, όταν με την καρδιά της να χτυπά τρελά, αποφασίζει να της αφαιρέσει το μαντίλι. Μπροστά τους ένα τεράστιο σπίτι. Και ένας άγνωστος κύριος.



DilemmaWhere stories live. Discover now