Μέρα 28η: 27 Μαρτίου

610 66 11
                                    

Το μεθαύριο είναι τόσο κοντά, σκέφτεται η Μόνικα. Ίσως είναι καλύτερα να μην πάει στη συγκέντρωση των παιδιών. Ήδη μια φορά αναβλήθηκε εξαιτίας του Μήτσου. Τώρα θα πρέπει να τρέχει ξανά στα σούπερ-μάρκετ που σιχαίνεται, να διαλέγει υλικά, να φτιάξει γλυκό, ίσως δύο γλυκά αν θέλει να παραβγεί τη Ντι. Όμως είναι τόσο κουρασμένη για κάτι τέτοιο και σίγουρα δε θα ήταν η καλύτερη παρέα με αυτήν την έκφραση που έχει εγκατασταθεί μόνιμα στο πρόσωπό της τις τελευταίες μέρες. 

 Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και κοιτάζει το πορτατίφ σαν να ήταν πίνακας του Ντα Βίντσι. Πέρα από τo διάλειμμα που έκανε για να επισκεφτεί τη Ντι και να πάρει μια δεύτερη γνώμη για όσα της συμβαίνουν, η Μόνικα δεν έχει σηκωθεί από το κρεβάτι αυτές τις μέρες. Δεν έχει διάθεση να μετακινηθεί, δε θέλει να κάνει απολύτως τίποτα. Πάνω στο στρώμα έχει μείνει ένα πιάτο με μακαρόνια που έχουν στεγνώσει. Στο πάτωμα είναι πεσμένο ένα άδειο μπουκάλι κρασί. Ρούχα πεταμένα στο πάτωμα, σακουλάκια από τσιπς, τέσσερα άδεια ποτήρια νερού το ένα δίπλα απ' το άλλο κάτω απ' το πορτατίφ. 

Νιώθει σαν να έχει καταληφθεί από ένα μόνο πράγμα. Την επιθυμία της να τον έχει δικό της, μόνο δικό της. Και όσο η επιθυμία φουντώνει, τόσο πιο επικίνδυνο νιώθει να γίνεται όλο αυτό. Πρέπει να τρέξει μακριά του, όσο ακόμα η λογική δεν την έχει εγκαταλείψει. Εξάλλου τι το ενδιαφέρον έχει ο Χ; Ένας ηλίθιο υποκριτής είναι, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο όμως θα σκεφτεί το χαμόγελό του και ένας νέος φαύλος κύκλος σκέψεων θα ξεκινήσει. Παγιδευμένη. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να τον ξεπεράσει. Να γυρίσει πίσω στους γονείς της, να αλλάξει πόλη. Δε θα ήταν κακή ιδέα, συνωμοτεί με τον εαυτό της και μετά από ώρες αγωνίας ηρεμεί. 

Τα μάτια της αρχίζουν να κλείνουν μετά από ώρες αϋπνίας και κούρασης. Ένας θόρυβος την ξυπνάει. Βήματα έξω από την εξώπορτα, σαν τρεχαλητό κάποιου ζώου. Οι ήχοι συνεχίζουν. Ένα σύρσιμο αντικειμένου ακούγεται καθαρά από το άλλο δωμάτιο. Σηκώνεται μετά βίας. Βλέπει έναν άσπρο φάκελο κάτω απ' την πόρτα. Ούτε παραλήπτης, ούτε αποστολέας. Τον ανοίγει σαν να ήταν απλά ένα γράμμα απ' τον ταχυδρόμο. Μέσα μόνο ένα κομμάτι χαρτί. «Σε παρακολουθώ, τσουλί».

 

DilemmaΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα