Μέρα 126η: 3 Ιουλίου

338 41 3
                                    

Στο σπίτι του Χ. επικρατεί η απόλυτη ησυχία. Το σκοτάδι πυκνό όπως απλώνεται στα δωμάτια τρομάζει τον μικρό του γιο που δεν μπορεί να ηρεμήσει από τον φόβο του. Είναι πολλά βράδια τώρα που δεν μπορεί να κοιμηθεί κανονικά. Οι γονείς του έχουν σταματήσει να φωνάζουν ο ένας στον άλλο και εκείνος είχε συνηθίσει να κοιμάται με τον ήχο των δυνατών τους φωνών. Η ησυχία που επικρατεί τον τρομάζει, έχει την αίσθηση πως κάτι κακό θα συμβεί.

Σκεπάζεται με το σεντόνι, παρά τη ζέστη που κάνει, και αρχίζει να σκέφτεται χαρούμενα καλοκαιριά στην παραλία με τον πατέρα και τη μητέρα του. Αυτό το καλοκαίρι είναι πεπεισμένος ότι δε θα πάνε πουθενά μαζί. Θα τον έχουν όλη μέρα κλεισμένο στο σπίτι, παρηγορώντας την πίκρα του με δώρα και παγωτά. Τις σκέψεις του διακόπτει ένας ήχος που τον τινάζει. 

Λέει την προσευχή που του έμαθε η Μαρίνα, όμως ένας ακόμη πιο δυνατός ήχος ακούγεται και εκείνος δεν ξέρει αν πρέπει να φωνάξει τη μαμά ή τον μπαμπά του. Οι ήχοι σταματάνε. Μπήκε κάποιος κλέφτης; Αν έπαθε κάτι η μαμά; Δε θα το αντέξει. Σηκώνεται χωρίς να βάλει τα παντοφλάκια του και σιγά σιγά κατευθύνεται προς τα δωμάτια τους. Τους είδε που μπήκαν σε ξεχωριστά υπνοδωμάτια για να κοιμηθούν. Θα πάει πρώτα στης μητέρας του και μετά στου πατέρα του για να σιγουρευτεί ότι είναι και οι δυο τους καλά.

 Όμως, πρέπει να περάσει αναγκαστικά από τη σαλοκουζίνα. Και εκεί κάποιος βρίσκεται μπροστά στον πάγκο και ψαχουλεύει πράγματα. Φοράει ρόμπα. Ένα συρτάρι είναι αναποδογυρισμένο στο πάτωμα. Δεν μπορεί να διακρίνει στο σκοτάδι αν είναι η μαμά ή ο μπαμπάς, όμως σίγουρα δεν είναι κάποιος κλέφτης. Ηρεμεί. Όσο περνάει η ώρα πείθεται πως βλέπει τη μαμά του. Κρατάει μια σακούλα σκουπιδιών στη χέρια της και πετάει κάποια πράγματα μέσα, ενώ μετά από λίγη ώρα σκύβει και βάζει το συρτάρι που έπεσε στη θέση του. 

Εκείνος κρατάει την ανάσα του για να μην ακουστεί. Σκέφτεται να φωνάξει «μαμά», αλλά φοβάται μήπως τον μαλώσει. Περιμένει να φύγει η σκιά που φορά τη ρομπά και τότε με γρήγορα βήματα επιστρέφει στο κρεβάτι του. Σκεπάζεται ξανά με το σεντόνι του, κλείνει τα μάτια του και χωρίς να το καταλάβει, αυτή τη φορά αποκοιμιέται. 


DilemmaΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα