51. Η μεγάλη μέρα!

205 22 8
                                    

Κρίστιαν!

Το τηλέφωνό μου χτύπησε ξαφνικά , νωρίς το ξημέρωμα. Το έπιασα νευρικά από το κομοδίνο μου και κοίταξα την Νάντια, που κοιμόταν ακόμα δίπλα μου. Το χαμήλωσα και σηκώθηκα από το κρεβάτι , χωρίς να την ξυπνήσω. Φόρεσα τα χθεσινά μου ρούχα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Μόλις κούμπωσα και το τελευταίο κουμπί στο πουκάμισό μου, την πλησίασα. Χάιδεψα τα μαλλιά της αρκετά προσεχτικά και φίλησα τον γυμνό της ώμο. Ήθελα να μυρίσω το άρωμά της. Ίσως ήταν η τελευταία φορά που το έκανα.

"Όλα θα τελειώσουν σήμερα αγάπη μου. Πριν ο ήλιος βγει στον ουρανό! Στο υπόσχομαι! " της έλεγα χαμηλόφωνα επειδή είχα την ανάγκη να την αποχαιρετήσω. " Σε αγαπάω... Συγχώρεσέ με για όλα ομορφιά μου!" Της είπα καθώς απομακρυνόμουν από εκείνη αρκετά σιγά.

Έπιασα το σακάκι μου και έκλεισα την πόρτα στο δωμάτιο αθόρυβα. Την κλείδωσα, ξέροντας είδη πως εκείνη θα θυμώσει μαζί μου. Όμως γνώριζα πολύ καλά την Νάντια. Από λεπτό σε λεπτό θα ξυπνούσε επειδή δεν της άρεσε να κοιμάται μόνη της. Έτσι θα έτρεχε κατευθείαν στην αγκαλιά του κινδύνου. Ήταν ο μόνος τρόπος που είχα για να την αποτρέψω ή έστω να την καθυστερήσω.

"Που βρίσκεται; " ρώτησα την Μαριάνα, που μου τηλεφώνησε προηγουμένως και μπήκα στο ασανσέρ αρκετά αποφασισμένος να δώσω ένα τέλος.

Δεν υπήρχαν αλλά περιθώρια. Ούτε ευκαιρία για λάθη. Χωρίς αντοχές. Όλα όσα έπρεπε να συμβούν , θα συμβούν. Θα ελευθέρωνα εμένα, μα κυρίως εκείνη που αγαπώ. Πάση θυσία! Η μεγάλη μέρα είχε φτάσει...

"Στο κλαμπ του Ερνέστο Φερράρι..." μου ανακοίνωσε αρκετά αγχωμένη. Στραβοκάταπιε και έβηξε ελάχιστα. " Στα χέρια του Βίκτωρ..." είπε και εγώ το έκλεισα πριν συνεχίσει . Δεν χρειαζόμουν να ακούσω τίποτα άλλο.

Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου μου, έβαλα όπισθεν και βγήκα από το γκαράζ του κτηρίου. Στον άδειο νυχτερινό δρόμο της Νέας Υόρκης εγώ έτρεχα με διακόσια. Με μία καρδιά που χαροπάλευε και σκεφτόταν μόνο την ζωή μου με την Νάντια. Είχα τον απόλυτο έλεγχο και το απαραίτητο πείσμα για να μην με σταματήσει τίποτα και κανείς. Και εκείνον το θυμό που έβραζε μέσα μου όλο και πιο πολύ. Μέρα με την μέρα! Για όσα μου έκλεψαν... Για όσα έχασα και στερήθηκα. Για εκείνο το αστέρι στον ουρανό!

Άφησα το αυτοκίνητο και όρμησα στο μαγαζί με ένα όπλο στο χέρι. Ήταν κλειστό και άδειο. Σκοτεινό και ήσυχο. Ιδικά σχεδιασμένο για να μην ακούγονται οι δυνατοί ήχοι, οι φωνές και οι πυροβολισμοί.

Η ΚΑΤΆΣΚΟΠΟΣ!Where stories live. Discover now