32. Μπερδεμένα συναισθήματα!

210 23 3
                                    

Νάντια!

Το πρώτο μου πρωινό στην Ρώμη είχε έρθει. Όταν άνοιξα τα μάτια μου άρχισα να αναζητώ τον Βίκτωρ στο δωμάτιο χωρίς να σηκωθώ από το κρεβάτι. Μόλις συνειδητοποίησα πως εκείνος έλειπε , φόρεσα το λευκό φόρεμά μου μαζί με το μπουφάν μου και τις μπότες μου και βγήκα έξω για να τον αναζητήσω. Στάθηκα στην παραδοσιακή ξύλινη πόρτα, καθώς εκείνος ετοίμαζε πρωινό και δεν με είχε προσέξει ακόμα.

"Καλημέρα..." του είπα με ένα διάπλατο χαμόγελο. Εκείνος με κοίταξε έντονα αυτό το πρωινό.

"Καλημέρα Νάντια. Θα σε ξυπνούσα και εγώ... Έλα πριν κρυώσει το πρωινό σου." Είπε εκείνος και με συνόδευσε ως το τραπέζι. Τράβηξε την καρέκλα μου ευγενικά για να καθίσω και ύστερα πήρε την θέση του δίπλα μου." Ελπίζω να σου αρέσει..." είπε τρίβοντας το πίσω μέρος του λαιμού του αμήχανα και εγώ ήπια μία γουλιά από τον ζεστό καφέ.

"Αστειεύεσαι; είναι υπέροχο. Και μόνο ο καφές έφτανε." Του είπα εγώ απολαμβάνοντας το πρωινό μου κάτω από τον ζεστό ήλιο.

"Χαίρομαι γιατί το είχα άγχος. Δεν χρειάστηκε να το ξανά κάνω και ποτέ. Όπως επίσης δεν ήξερα τι σου αρέσει." Είπε εκείνος και μου χαμογέλασε δαγκώνοντας τα χείλη του.

"Τι συμβαίνει ; έχω τίποτα;" τον ρώτησα μόλις έφαγα ένα κομμάτι από το κέικ σοκολάτας και εκείνος πλησίασε τα χείλη μου. Κράτησε το πρόσωπό μου και με φίλησε αρκετά κοντά στα χείλη. "Εχθές το βράδυ..." Είπε εκείνος χαμηλόφωνα και εγώ έβαλα το χέρι μου στο σώμα του και μπροστά στην καρδιά του. Σταμάτησε να μιλάει.

"Άφησε τους άλλους να σε φροντίζουν που και που. Ξέρω ότι εδώ μέσα υπάρχει κάτι που σε πονάει. Το βλέπω... Μπορεί και να σε εκπλήξουν. Ποτέ δεν ξέρεις!" Του είπα και του ετοίμασα μία φρυγανιά με μέλι.

"Νάντια μόνο καφέ πίνω το πρωί..." Είπε εκείνος με το χαμόγελο που με μαγνήτιζε και με έλιωνε σαν το κερί.

"Τότε σήμερα θα κάνεις μία εξαίρεση! Για μένα..." του είπα με μεγάλα μάτια και εκείνος μου έκανε το χατίρι.

"Πάω να ετοιμαστώ για να μην αργήσουμε... ο πατέρας σου θα μας περιμένει. " του είπα και άφησα την πετσέτα μου στο τραπέζι για να σηκωθώ.

Όταν φτάσαμε στην έπαυλη του Βίκτωρ, ένας άντρας σε μεγάλη ηλικία και με γκρίζα καλοφτιαγμένα μαλλιά, μας πλησίασε για να μας υποδεχτεί. Τα χέρια του παρέμεναν πίσω από την πλάτη του καθώς μας επεξεργαζόταν σαν εικόνα.

Η ΚΑΤΆΣΚΟΠΟΣ!Where stories live. Discover now