//36//

51 10 4
                                    

Η Σμαράγδα άνοιξε την πόρτα του δωματίου με απαλές κινήσεις. Οι ανάσες της ήταν σιγανές και έτοιμες να ανακαλύψουν το μυστήριο που κρυβόταν πίσω από τις σιωπές τους. Η εικόνα των δύο παιδιών αγκαλιασμένων έκανε την καρδιά της να σφυροκοπά από χαρά. Πέρασε μέσα στο χώρο με μαλακά βήματα και περιεργάστηκε τα πρόσωπα τους. Η κόρη της κοιμόταν γαλήνια με τα φρύδια της να σχηματίζουν μια ευθεία γραμμή και τα χείλια της να είναι ελαφρά ανοιγμένα για να βγαίνει ήρεμα ο αέρας από μέσα τους. Το σώμα της είχε πάρει εμβρυϊκή στάση και τα χέρια της είχαν ξαπλώσει το ένα πάνω στο άλλο κάτω από το πάπλωμα. Η σιωπή του χώρου της επέτρεψε να ακούσει την καρδιά της να χτυπά με αργούς και μαλακούς ρυθμούς. Το λεπτό σωματάκι της ταραζόταν σε κάθε χτύπο και ανασήκωνε ελαφρά το πάπλωμα. Ξαφνικά η γυναίκα ένιωσε μέσα της ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Ένιωσε το μητρικό φίλτρο της να χτυπά δυνατά. Εμπρός της έβλεπε το μικρό μωρό της με τα λαμπερά ματάκια και το χαριτωμένο γέλιο. Η Διδώ στην δικιά της ματιά είχε μετατραπεί σε ένα μικρό και απροστάτευτο πλασματάκι. Ο χρόνος στο μυαλό της γύρισε απότομα πίσω και εκείνη ένιωσε και πάλι νέα, όπως ήταν τότε που η κόρη της ήταν ένα μικρό μωράκι με αγγελούδινη όψη και ματιά. Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και χάιδεψε απαλά το ροδαλό μάγουλο της. Της ήταν αδύνατο να αντισταθεί στο μαλακό και τόσο λατρεμένο δέρμα του παιδιού της. Το χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλια της και η καρδιά της φτερούγισε εμπρός στα λεπτά βλέφαρα της νεαρής κοπέλας. 

Το βλέμμα της έπεσε έπειτα επάνω στον Άρη. Εκείνου τα μάτια του ήταν ορμητικά κλειστά και χείλια του έμοιζαν σφραγισμένα. Ήταν πεπεισμένα πως έπρεπε να παραμείνουν κλειστά και μάλιστα λες και ένα αόρατο λουκέτο τα είχε κλειδώσει, δεν άνοιγαν ούτε στιγμή εμπρός στη χαλάρωση του ύπνου. Η Σμαράγδα παραξενεύτηκε στην όψη του. Θεώρησε για μερικές στιγμές πως ίσως ήταν ξυπνητός και θέλησε να του μιλήσει. Σηκώθηκε από το σημείο όπου καθόταν και έγειρε το κορμί της επάνω στο πρόσωπο του. Παρατήρησε καλύτερα τα λεπτά φρύδια του ντυμένα την σύγχυση και το μικρό σαγόνι του ζαρωμένο από πόνο και απελπισία. 

-Άρη μου... τον σκούντησε ελαφρά, μα εκείνος δεν έδειχνε να ξυπνά

Αντίθετα, έβγαλε μια αχνή κραυγή ήχου και έπειτα άλλαξε πλευρό γυρνώντας της την πλάτη του. Η γυναίκα κατάλαβε πως ο νεαρός είχε και αυτός βυθιστεί στα δίχτυα του ύπνου, μόνο που φαινόταν βασανισμένος. Μπορούσε να ακούσει τις γρήγορες αναπνοές του και το στέρνο του επιβλητικά να ανεβοκατεβαίνει με στόμφο. Αντιλήφθηκε πως ίσως έβλεπε κάποιον εφιάλτη. Με σιγανά βήματα σηκώθηκε από το κρεβάτι και περπάτησε έως έξω από το δωμάτιο. Και οι δυο τους χρειάζονταν τον ύπνο. 

Μπερδεμένα κλειδιάWhere stories live. Discover now