//7//

81 15 34
                                    

Τα βήματα του ήταν μεγάλα έτσι όπως έτρεχε για να τη βρει. Κάποιοι φοιτητές μόλις είχαν τελειώσει τις διαλέξεις τους και κατέβαιναν τη μεγάλη τσιμεντένια σκάλα για να κατευθυνθούν προς το εστιατόριο με τις τσάντες τους να βαστάνε γερά τα λουριά τους στις πλάτες τους. Πολύχρωμες υπάρξεις ανάμεσα σε τσιμεντένια κτήρια, δίνανε έναν τόνο ζωηράδας και νεότητας στη στεγνή πόλη. Ο Άρης ανακάτεψε το βλέμμα του με αυτό των ανθρώπων γύρω του. Καστανά, μαύρα, πράσινα, μπλε και γκρι μάτια, όμως πουθενά δεν έβρισκε το δικό της βλέμμα, εκείνο το έντονο και εκφραστικό, που έκανε τώρα την καρδιά του να σφυροκοπά. Έτρεξε λίγα μέτρα πιο κάτω, ώσπου βρέθηκε στην πρωινή ανηφόρα. Τώρα πια από ψηλά ο δρόμος έμοιαζε κατηφορικός. Στο τέρμα του βρισκόταν η στάση του λεωφορείου. Ίσως τελικά να την έβρισκε εκεί. Έβαλε αρκετό καθαρό αέρα στα πνευμόνια του με μια εισπνοή και κατέβηκε προσεκτικά και με γρηγοράδα το δρόμο. Στάθηκε πίσω από τα κάγκελα της πόρτας. Μια κοπέλα με σκυμμένο κεφάλι καθόταν στη στάση μόνη της. Τα μαλλιά της κατάμαυρα και ίσια έπεφταν με αφέλεια και θλίψη στους ώμους της, οι οποίοι ήταν σκυμμένοι λες και ικέτευαν να ξανά βγει ο ήλιος στον ουρανό. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο καιρός ήταν ακόμα κακοδιάθετος. Έκανε μερικά βήματα και στάθηκε απέναντι της σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων. Την περιεργάστηκε, ενώ εκείνη δεν είχε σηκώσει το βλέμμα της. Πρέπει να ήταν η Διδώ. 

-Διδώ..; τη φώναξε και πλησίασε

Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της με αφηρημάδα στο βλέμμα. Μόλις στα καστανά της μάτια αντικατοπτρίστηκε η φιγούρα του, τα φρύδια της πλησίασαν το ένα το άλλο. Τον κοίταξε με καχυποψία και έφερε εμπρός στην αγκαλιά της την τσάντα της. Τη κράτησε σφιχτά με τις παλάμες της με τα νύχια της να πιέζουν απειλητικά το χοντρό και ανθεκτικό ύφασμα της. 

-Τι σου συμβαίνει; ο Άρης κάθισε με φόρα δίπλα της στη στάση και ρούφηξε τη μύτη του 

Η Διδώ παρατήρησε πως τα χείλια του είχαν μουδιάσει από το κρύο και ειδικά το κάτω χείλος του τρεμόπαιζε έτσι όπως φύσαγε ο κρύος χειμωνιάτικος αέρας. Τα μάτια του ήταν δυο ερωτηματικά εμπρός στο μυστήριο της και τα χέρια του κοίταζαν τον ουρανό με μια δόση απελπισίας στα δάκτυλα τους. 

-Δεν μου συμβαίνει κάτι. έστρεψε το βλέμμα της προς το δρόμο και κάρφωσε τη ματιά της στα χαλίκια εμπρός της 

Με το δεξί της πόδι κλότσησε ένα από αυτά κάποια μέτρα πιο μακριά, ενώ τα αθλητικά της άφησαν ένα ανατριχιαστικό ήχο στην ατμόσφαιρα από τη σύγκρουση τους με το δάπεδο. 

Μπερδεμένα κλειδιάOnde as histórias ganham vida. Descobre agora