//9//

82 14 22
                                    

Το επόμενο πρωί σηκώθηκε ευδιάθετη από το κρεβάτι. Το ξυπνητήρι δεν είχε χτυπήσει ακόμα, αλλά η ίδια ήταν όρθια και κοίταζε την αντανάκλαση της στον καθρέφτη. Η μητέρα της μπήκε δειλά στο δωμάτιο της με αργό βηματισμό. 

-Μικρή μου...; στην όψη της ένωσε τα φρύδια της και την κοίταξε με περιέργεια 

-Καλημέρα μαμά! η Διδώ έτρεξε κοντά της και της φίλησε το μάγουλο 

Η μητέρα της ετοιμαζόταν από πολύ νωρίς και πάντα φόραγε εκείνο το πανάκριβο άρωμα που βρισκόταν στο ράφι πάνω από πλυντήριο και στολιζόταν από ένα μικρό και κομψό δοχείο. Έπρεπε να βρίσκεται στο γραφείο της από τις οκτώ και ως εκ τούτου ξύπναγε από τις έξι και μισή. Η Διδώ πάντα την κοίταζε με λύπηση σκεπτόμενη πως η μητέρα της ταλαιπωρούταν πολύ στη δουλειά της και η ίδια δεν μπορούσε να κάνει το οτιδήποτε για να τη βοηθήσει. Ωστόσο όσο κουραστική και φορτική κι αν ήταν η μέρα της, η μητέρα της δεν έχανε ποτέ τη φινέτσα της και το χαμόγελο της. Όπως συνήθιζε να λέει και η ίδια, ήταν η δύναμη της, μια δύναμη την οποία έμαθε να εξασκεί και να φροντίζει, όταν κατάλαβε πως στη ζωή ο εαυτός της ήταν εκείνος που θα την έσωζε. Τη μύρισε και στο άρωμα του τριαντάφυλλου τα ρουθούνια της άνοιξαν και ένιωσαν την φρεσκάδα του να χαϊδεύει τις αισθήσεις της. Χαμογέλασε και έφερε το πρόσωπο της απέναντι από εκείνο της μητέρας της. 

-Στις ομορφιές σου είσαι μαμά! έπαιξε με τις άκρες των μαλλιών της γυναίκας

Εκείνη χαμογέλασε. Κάθε θετικό σχόλιο ήταν καλοδεχούμενο για εκείνη. Η ζωή κάποιες φορές της είχε φερθεί δύσκολα και έτσι χρειαζόταν να επιβεβαιώνεται για την ομορφιά της από τους δικούς της ανθρώπους. Το χαμόγελο της έμοιαζε με μικρού παιδιού. Στιγμιαία με το φως του δωματίου ως σύμμαχο τα μάγουλα της φάνηκαν να κοκκινίζουν. 

-Σε ευχαριστώ κορούλα μου!- της χάιδεψε τα μαλλιά- Εσύ πως και δεν κοιμάσαι ακόμα; Ήρθα να σε ξυπνήσω πριν φύγω για τη δουλειά. την κοίταξε με έντονο βλέμμα στραβώνοντας τα χείλια της θεατρικά 

- Δεν είχα ύπνο και είπα να ετοιμαστώ με την άνεση μου σήμερα! της χαμογέλασε διάπλατα και πετάρισε τα βλέφαρα της

-Καλά παιδί μου. -ανασήκωσε τους ώμους της- Εγώ φεύγω τώρα. Αν θες έχει κουλούρια με σοκολάτα στον πάγκο της κουζίνας να φας! Και μην ξεχάσεις να πιείς και γάλα! της χάρισε ένα αιωρούμενο φιλί βγαίνοντας από το δωμάτιο 

Η πόρτα έκλεισε απαλά και η Διδώ έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Έπιασε το καφέ της πουλόβερ με τους μικρούς κυλίνδρους ραμμένους επάνω του και το φόρεσε. Το ρούχο έπεσε επιδέξια πάνω στο σώμα της. Φόρεσε ένα μαύρο τζιν παντελόνι που τόνιζε τις καμπύλες της και φάρδαινε προς το τέλος των ποδιών της. Άφησε τα μαύρα της μαλλιά κάτω και εκείνα μπλέχτηκαν με το καφέ χρώμα του πουλόβερ. Προχώρησε προς το μπάνιο και παρατήρησε το πρόσωπο της. Τα στρογγυλά καστανά μάτια της ήταν πρησμένα από τον ύπνο και τα χείλια της περισσότερο φουσκωτά από το κανονικό. Στα μάγουλα υπήρχαν αποτυπώματα από το μαξιλάρι της. Το μόνο που έδειχνε ίδιο με την παλιά καλή Διδώ ήταν οι δυο μικροσκοπικές ελιές της, η μια πάνω ακριβώς από το άνω χείλος της και δίπλα στη δεξιά μεριά της μύτης της και η άλλη δίπλα από το αριστερό της φρύδι, στο σημείο όπου μάκραινε το φρύδι της. Άνοιξε τη βρύση και πέταξε με απαλές κινήσεις το δροσερό νερό στο πρόσωπο της. Άφησε τις σταγόνες του να κυλήσουν ως το πηγούνι της και έπειτα να πέσουν ορμητικά στο λαιμό και στην μπλούζα της. Έκλεισε με φόρα τα μάτια της για να μην εισχωρήσει το νερό μέσα τους. Άρπαξε την άσπρη πετσέτα, που κρεμόταν από την πόρτα και σκούπισε το πρόσωπο της με παθιασμένες κινήσεις. Κοίταξε και πάλι τον εαυτό της και χαμογέλασε. Ξεκινούσε μια όμορφη μέρα. Έπιασε τα καλλυντικά της και τόνισε ελαφρά τις βλεφαρίδες και τα χείλια της. Τίναξε τα μαλλιά της και εκείνα πέσανε απάνω της με περίσσια φόρα. Τώρα φαινόταν πιο λαμπερή. Άρπαξε την τσάντα της και φόρεσε βιαστικά το παλτό της. Σε λίγο θα περνούσε από τη στάση το λεωφορείο. 

Μπερδεμένα κλειδιάWhere stories live. Discover now