//6//

88 18 27
                                    

Ο Άρης έμεινε μετέωρος να τη βλέπει να απομακρύνεται. Ένας οξύς πονοκέφαλος τον έκανε να ζαλιστεί και να κρατηθεί από το πόμολο της μεγάλης πόρτας πίσω του. Μετά από μερικά λεπτά η φιγούρα της είχε μπερδευτεί μαζί με όλες εκείνες των υπόλοιπων παιδιών μέσα στο κτήριο. Πολλά χρώματα και χαμογέλα αποτελούσαν τον καμβά του. Του ήταν πλέον αδύνατο να την βρει ανάμεσα στον κόσμο. Κι όμως η φυγή της του είχε αφήσει μια γλυκιά αίσθηση συναισθημάτων τραβώντας τον να την ξανά βρει. Τα συναισθήματα του ήταν ακόμη σε εμβρυικό στάδιο, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε από το να επηρεάζεται από την παρουσία της στο χώρο. Για μερικά λεπτά χάθηκε στις σκέψεις του με το βλέμμα του να έχει παγώσει εμπρός στο μεγάλο άγαλμα της θεάς Αθηνάς που στεκόταν στην κεντρική είσοδο της Φιλοσοφικής Σχολής. Μερικές τυχαίες λέξεις που έβγαιναν από το στόμα ενός περαστικού παιδιού, τον έβγαλαν από το λήθαργο του. Κοίταξε νευρικά το ρολόι του με τον πονοκέφαλο του να κατευνάζει τις δυνάμεις του. 

-Εννιά παρά πέντε... συλλογίστηκε 

Εκείνη την ώρα θα έπρεπε να βρίσκεται στην αίθουσα του. Έψαξε τη φωτογραφία με το πρόγραμμα του στο κινητό του. Είχε μάθημα στην αίθουσα 653. Κίνησε για το ασανσέρ σκεπτόμενος αυτή τη φορά μοναχά το μάθημα του. Σήμερα ξεκίναγε τη μέρα του με το αγαπημένο του μάθημα, Ψυχομετρία. Μέσα σε μερικά λεπτά βρέθηκε έξω από την αίθουσα. Από τη σχεδόν μισάνοιχτη πόρτα αντίκρυσε τον καθηγητή του, τον κύριο Πεζόγλου, ο οποίος είχε ήδη τοποθετήσει τον πανεπιστημιακό του φάκελο στο έδρανο του και τώρα έψαχνε τις κατάλληλες διαφάνειες για το σημερινό μάθημα. Με δειλά, αλλά και συνάμα γρήγορα βήματα ο Άρης μπήκε στην αίθουσα και κάθισε σε ένα από τα τελευταία έδρανα. Είχε ιδρώσει από την ένταση και τη βιασύνη των τελευταίων στιγμών. Άνοιξε τη τσάντα του και έβγαλε το λευκό τετράδιο του για να σημειώσει. 

-Αγαπητοί φοιτητές καλημέρα σας! ακούστηκε ο κύριος Πεζόγλου από από το μικρόφωνο του αμφιθεάτρου 

Οι φοιτητές σταμάτησαν να συνομιλούν και έστρεψαν τα βλέμματα τους στον επίτιμο καθηγητή. Το μάθημα είχε ήδη ξεκινήσει. 

Η Διδώ μπήκε με τραχύ και απότομο βήμα μέσα στην αίθουσα όπου θα διεξαγόταν η πρώτη της διάλεξη. Τα παιδιά είχαν ήδη μαζευτεί, αλλά υπήρχαν αρκετές κενές θέσεις έτσι ώστε να μπορεί να επιλέξει το που θα καθόταν. Το κινητό της τής ανακοίνωνε με μεγάλα μπολντ γράμματα πως είχε ακόμα είκοσι λεπτά μέχρι να ξεκινήσει το μάθημα. Επέλεξε να καθίσει σε μια γωνιακή θέση, δίπλα από τα μεγάλα τζάμια του αμφιθεάτρου. Λόγω της πρόσφατα εμφανιζόμενης βροχής πολλά από τα τζάμια είχαν μουσκέψει και στάλες διαφόρων σχημάτων έτρεχαν σε ποικίλες θέσεις στην επιφάνεια του τζαμιού. Άφησε την τσάντα της στα πόδια της και ανακάθισε προσπαθώντας να βολέψει την πλάτη της στα ξύλινα έδρανα. Άφησε το βλέμμα της να ξαπλώσει επάνω στις στάλες της βροχής και παίρνοντας βαθιές ανάσες αργά και σταδιακά, προσπάθησε να χαλαρώσει τους μύες της από την ένταση που της είχε δημιουργήσει η συνάντηση της με τον Άρη. Μετά από μερικά λεπτά ένιωσε την αύρα κάποιου δίπλα της. Γύρισε το κεφάλι της μηχανικά ευχόμενη να μην έχει τύχει να καθίσει κανένας δίπλα της. Η εσωστρέφεια της δεν της άφηνε επιλογή. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε δυο αγόρια. Ο ένας, πιο ξανθός με πρασινοπά μάτια, είχε καθίσει δίπλα της και ο άλλος, πιο σκουρόχρωμος στο δέρμα μα με ανοιχτό καστανό χρώμα μαλλιών και μαύρα μάτια, παραδίπλα της. Αναστέναξε και έγειρε το κεφάλι της από τη μεριά του παραθύρου. 

Μπερδεμένα κλειδιάΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα