//8//

89 15 37
                                    

Η Διδώ έφτασε σπίτι της μετά από κάμποση ώρα. Η διαδρομή ήταν μεγάλη με την κίνηση στο δρόμο να δοκιμάζει τις αντοχές της υπομονής των οδηγών και των επιβαινόντων. Άνοιξε την πόρτα με φόρα και με ένα ζωηρό πήδο μπήκε στο σαλόνι. 

-Μαμά! φώναξε ευδιάθετη και κοίταξε προς την κουζίνα

Η γυναίκα μόλις είχε βγάλει από το φούρνο ένα καλοψημένο παστίτσιο με την μπεσαλέμ του να λιώνει πάνω από τα ζεστά μακαρόνια. Η μυρωδιά αγκάλιασε τους τοίχους και τρύπωσε στα ρουθούνια της Διδώς. Έκατσε με φόρα στον καναπέ κοιτώντας με περηφάνεια τη μητέρα της. 

-Καλώς την! Τι έγινε; της χαμογέλασε και άφησε τα πάνινα γάντια με τα οποία είχε πιάσει το ταψί, στον πάγκο

-Καλά! Όλα καλά! της χαμογέλασε διάπλατα και κοίταξε με νόημα το νόστιμο φαγητό 

-Διακρίνω μια ευδιάθετη Διδώ; χαμογέλασε η μητέρα της 

-Ίσως! έκανε ένα μορφασμό χαράς μαζεύοντας τα χείλια της προς τα πάνω και μικραίνοντας τα μάτια της 

-Για πες μου τα νέα σου! σταύρωσε η μητέρα της τα χέρια της και την κοίταξε με έντονο βλέμμα 

-Ήταν απλά μια χαρούμενη μέρα για έξω! 

-Γεια σας οικογένεια! στο χώρο μπήκε ο πατέρας της 

Μόλις είχε γυρίσει από τα γραφεία κάποιου εκδοτικού οίκου, με τον οποίο είχε συμφωνήσει την έκδοση του νέου του βιβλίου. Τις αγκάλιασε και αφού κρέμασε το μαύρο του παλτό στον καλόγερο κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. 

-Θα φάμε; κοίταξε με λαμπερά μάτια η Διδώ τη μητέρα της

-Δεν θα μου πεις τι έγινε σήμερα; 

-Δεν σου φτάνει που είμαι χαρούμενη; την κοίταξε παιχνιδιάρικα

Γνώριζε πως αυτές οι απαντήσεις κόλλαγαν τη μητέρα της στον τοίχο. Η Διδώ ήταν πάντα περισσότερο ετοιμοπόλεμη από τη μητέρα της. Η γυναίκα της χαμογέλασε αχνά και σηκώθηκε με θεατρικό τρόπο κάνοντας της νόημα πως θα την παρακολουθούσε. Η Διδώ έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο και την ακολούθησε. Όταν ο πατέρας της είχε βγει από το μπάνιο, τα πιάτα είχαν σερβιριστεί με το λαχταριστό φαγητό. Η οικογένεια κάθισε γύρω από το τραπέζι σε ένα χαρμόσυνο κλίμα. Οι γονείς παρατηρούσαν την κόρη τους να καταβροχθίζει το γευστικό γεύμα. Ο πατέρας της συνοφρυώθηκε και ρώτησε με το βλέμμα του τη μητέρα της εάν ήξερε προς τι όλη αυτή η χαρά, αλλά εκείνη ανασήκωσε απλά τους ώμους της δείχνοντας του πως όσο γνώριζε ο ίδιος, άλλα τόσα γνώριζε και εκείνη. Το μεσημεριανό τελείωσε με κουβέντες κενές να πηγαίνουν και να έρχονται μεταξύ τους. Ο μεσημεριανός ύπνος χτύπησε την πόρτα του ζευγαριού και οι δυο τους απομονώθηκαν στην κρεβατοκάμαρα τους. Η Διδώ ακολούθησε το παράδειγμα τους, γυρνώντας στο δωμάτιο της. 

Μπερδεμένα κλειδιάWhere stories live. Discover now