//2//

155 26 59
                                    

-Πείτε μου πως έγινε. ο αστυνομικός διευθυντής σταύρωσε τα χέρια του και τους κοίταξε κατάματα περιμένοντας να εκμαιεύσει όλη την αλήθεια από τα στόματα αυτών των δυο νέων παιδιών

-Ο δράστης μπήκε μέσα στο λεωφορείο και άρχισε να μας απειλεί κρατώντας το όπλο που σας έδωσα. Δεν έλεγε τίποτα παραπάνω πέρα από το να σηκώσουμε τα χέρια μας και να μείνουμε αμίλητοι. περιέγραψε η Διδώ γλαφυρά κουνώντας τα χέρια της προς τα μέσα και προς τα έξω με παραστατικότητα 

-Και εσύ νεαρέ τι έλεγες μαζί του; ο διευθυντής στένεψε τα μάτια του και τον κοίταξε διαπεραστικά

-Προσπαθούσα να μάθω κάτι παραπάνω για εκείνον. Όταν τον είδα να κάθεται στο πάτωμα και να κλαίει η μόνη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό ήταν πως χρειαζόταν να μιλήσει σε κάποιον... ο Άρης ανασήκωσε τους ώμους του

-Ξέρεις πως αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο; 

-Μάλιστα! 

-Τον γνωρίζεις από κάπου; 

-Όχι! Σε καμιά περίπτωση δεν μου λέει κάτι... απλά σαν άνθρωπος αντέδρασα ανθρώπινα. 

Ο διευθυντής τον κοίταξε με βαθύ βλέμμα και έπειτα έστρεψε το βλέμμα του στη Διδώ. 

-Μάλιστα. Εσύ νεαρά γνωρίζεις τον δράστη; 

-Όχι. Δεν μου λέει τίποτα σαν άνθρωπος! η Διδώ έπαιξε νευρικά με τα δάκτυλα της ενώ ένιωσε την ανάσα της να κόβεται 

Ξερόβηξε και προσπάθησε να ενώσει το βλέμμα της με αυτό του διευθυντή. Εκείνος κοίταξε τα χαρτιά που ήταν ξαπλωμένα στην έδρα του και έπειτα ξανά έστρεψε το βλέμμα του στα δυο παιδιά. 

-Μπράβο σας πάντως για την ψυχραιμία σας και για τις πράξεις σας! Φανήκατε γενναίοι και ιδιαίτερα εσύ νεαρέ μου! ο διευθυντής κούνησε το χέρι του που κρατούσε τα γυαλιά του στο ρυθμό των λόγων του

Ο Άρης χαμογέλασε αθώα. Η Διδώ παρατήρησε το πόσο 'άνθρωπος' ήταν σε μια δύσκολη κατάσταση. Την είχε προστατέψει και είχε προσπαθήσει να μιλήσει ανοιχτά με έναν παραλίγο δολοφόνο. 

-Μπορείτε να φύγετε τώρα! Σας ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθεια σας! ο διευθυντής σηκώθηκε και την κίνηση του ακολούθησαν και τα παιδιά 

Όλοι μαζί βγήκαν από την αίθουσα. Μετά από μερικά βήματα είχαν πια βγει από το αστυνομικό τμήμα. 

-Πώς μπόρεσες; η Διδώ σταμάτησε να περπατά και ανοιγόκλεισε με φόρα τα μάτια της

Τον κοίταξε με προσήλωση προσπαθώντας να μάθει τον εσωτερικό του κόσμο.

Μπερδεμένα κλειδιάWhere stories live. Discover now