//4//

99 21 31
                                    

-Διδώ! ο Άρης πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε εμφανίζοντας στο πρόσωπο του τα λακάκια εκείνα που τον έκαναν να δείχνει πιο μικρός 

-Άρη! ορθάνοιξε τα μάτια της 

-Τι κάνεις; έξυσε το κεφάλι του

-Ήρθα για μια ταινία...- έδειξε αμήχανα προς τα πίσω την αίθουσα από την οποία είχε βγει- Με τη μητέρα μου...! πρόσθεσε μέσα σε ένα κλίμα αμηχανίας 

-Ωραία! Ωραία... μια χαρά... θέλω να πω, καλά να περάσεις! οι λέξεις βγαίνανε μπερδεμένες από το στόμα του 

Στα καστανά μαλλιά του εμφανίστηκαν μικρές ξανθές τούφες καθώς το φως του χώρου έπεφτε ευθεία απάνω του. Τα μάτια της Διδώς κόλλησα απάνω στο πρόσωπο του. Παρατήρησε με υπομονή και επιμονή τα χαρακτηριστικά του. Τα μάτια του ήταν αμυγδαλωτά και καστανά. Είχαν ένα λεπτό και ευγενικό καστανό χρώμα και δένανε γλυκά με τα αδύναμα χείλη του. Εκείνα ήταν απαλά και υγρά καθώς μίλαγε. Ήταν χρωματισμένα σε μια απόχρωση του ροζ τόσο αγνή όσο και γλυκιά. Τα λεπτά φρύδια του αγκαλιάζανε τα μεγάλα μάτια του και τόνιζαν τις γωνίες του προσώπου του. Της χαμογέλασε αχνά. 

-Κύριε είστε έτοιμος! γύρισε το βλέμμα του προς τη γυναίκα πίσω από το τζάμι της καντίνας

Προσπέρασε τη Διδώ με μια απότομη κίνηση του σώματος του γυρνώντας της την πλάτη του. Της φάνηκε πως άφηνε πίσω του μια γλυκιά μυρωδιά άνοιξης μέσα στον άγριο χειμώνα. Ήταν μοναχά μια φιγούρα, μια φιγούρα τόσο παθιασμένη και τόσο ζωντανή! 

-Ευχαριστώ! έδωσε τα χρήματα ακριβώς και αποχώρησε 

Ο κόσμος ήταν πολύς από πίσω του. Γυναίκες με παιδιά και άντρες σε μεγάλες παρέες είχαν πάρει τη θέση τους στη γραμμή αναμονής για να παραγγείλουν αυτό που ήθελαν. Γέλια και συνομιλίες, βλέμματα και κινήσεις. Σκουντήγματα και πάλι πρόσωπα άγνωστα. Έψαξε το βλέμμα της ανάμεσα στον κόσμο. Δεν φαινόταν πουθενά. Είχε έναν ξεχωριστό τρόπο να αφουγκράζεται και να παρατηρεί το κορμί του, κάτι που τον ανέβαζε και απολάμβανε. Η ματιά της ωστόσο δεν φαινόταν πουθενά. Ήταν άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους. Κράτησε καλά στα χέρια του τη σακούλα με τα φαγητά και κίνησε για την αίθουσα που προβαλλόταν η πολυαγαπημένη ταινία της Ελευθερίας. 



Μπήκε αναψοκοκκινισμένη στην αίθουσα και έψαξε μέσα στο σκοτάδι τη μητέρα της. Τα κατάμαυρα μαλλιά της δεν ήταν εύκολο να εντοπιστούν ανάμεσα στα εξίσου μαύρα καθίσματα και στα πολύχρωμα κεφάλια που στηρίζονταν απάνω τους. Στάθηκε στο πλατύσκαλο και την αναζήτησε. Εκείνη χάζευε την οθόνη του κινητού της. Ένιωσε το βλέμμα της κόρης της να την αναζητά. Ήταν η μονάκριβη της. Γύρισε το κεφάλι της προς την έξοδο και την αναζήτησε. Την είδε να στέκεται ακίνητη με φευγαλέο βλέμμα. Το άσπρο της φουστάνι κέντριζε τα βλέμματα. Σήκωσε το χέρι της κάνοντας της νόημα.

Μπερδεμένα κλειδιάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora