//26//

64 11 6
                                    

Ο Άρης σηκώθηκε με αργές κινήσεις από τον καναπέ. Εμπρός του αντίκριζε τρία τέρατα. Τρία ζευγάρια μάτια τον καθήλωναν σε μια θέση. Οι ανάσες τους ήταν δαιμονικές. Οι φιγούρες τους σατανικές. Ο κόλπος της μοίρας μόλις είχε γεννήσει μια πλεκτάνη, χώνοντας βίαια μέσα στα δίχτυα της το κεφάλι του. Τα τέρατα εμπρός του τον κοίταζαν κοροϊδευτικά και γέλαγαν με τη γύμνια του. Η στιγμή εκείνη πάγωσε το αίμα του και θόλωσε τις ρίζες της ψυχής του. Κάρφωσε ένα μαχαίρι μέσα στα σωθικά του και το έστριβε με μανία μέσα στις φλέβες του κόβοντας τες μία μία λες και ήταν κλωστές ξεφτισμένες από το πανωφόρι του. Γύρισε το βλέμμα του προς τα δεξιά. Μια γυναίκα στεκόταν στο πλάι του. Είχε τα ίδια μάτια με την αγάπη του. Μα όχι! Δεν ήταν εκείνα τα μανιασμένα βλέφαρα δικά της. Τα δικά της ήταν γλυκά και χαριτωμένα. Στάζανε μέλι και άνοιξη. Αυτά ήταν αλλιώτικα. Μοιάζανε στρογγυλά και διψασμένα. Κόκκινα και πονηρά. Θέλανε σίγουρα να καταπιούν το αίμα του! Θέλανε να γευτούν τη σάρκα του. Που ήταν η αγάπη του; Μάλλον αυτές οι σκιές δίπλα του την είχαν πάρει. Ήταν και αυτό μέσα στο κόλπο τους. Ήταν μια μοχθηρή και πνευματώδης μουχλιασμένη αλήθεια. Λες και όταν ήταν ο ίδιος μωρό, μια καταραμένη κούνια τον ταλάνιζε πέρα δώθε μέσα στο κατάμαυρο δωμάτιο του. Δεν ήταν αλήθεια! Τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια! Ποτέ δεν θα μπορούσε κάτι από αυτά να είναι αλήθεια! Ήταν όλα ψέματα και στάζανε αίματα από παντού οι ψευτιές τους. Η Σμαράγδα και ο Χάρης ήταν δυο πλασματικά φτιαγμένοι χαρακτήρες έτοιμοι να τον καταβροχθίσουν. Δεν είχα ψυχή. Μόνο οστά και κρέας. Λες και ένα μικρόβιο είχε μπει μέσα τους και είχε μασήσει κάθε εύκαμπτη νεύρωση του εγκεφάλου τους. Αλλά όχι! Μπορεί και όχι! Μπορεί και να μην υπήρξαν ποτέ! Μπορεί όλο αυτό τον καιρό να ζούσε ένα ψέμα ανάμεσα τους και εκείνοι να ήθελαν να τον εκμεταλλευτούν! Δεν θα ενδώσει! Δεν θα ζωγραφίσει τα κενά πρόσωπα τους μέσα στη μήτρα της καρδιάς του. 

-Άρη είσαι καλά; η Διδώ άγγιξε τον αγκώνα του

Το πρόσωπο του ήταν χλομό και η ματιά του θολή και παρασυρμένη από άναρχες σκέψεις.

Δεν ήταν ο παλιός καλός Άρης. 

-Μην με ακουμπάς! η φωνή του ήρθε συρτά και με βρόντο στο πρόσωπο της

Έμοιαζε με αστραπή που μόλις είχε εκτιναχθεί εμπρός στα μάτια της και ο άγριος αέρας που βγήκε από τα χείλια του τής πλήγωσε το βλέμμα. Τράβηξε το χέρι του με δύναμη από την παλάμη της και την κοίταξε με θυμό στα μάτια. Οι κόρες του είχαν διασταλεί και το βλέμμα του ήταν υγρό κάτω από τα φώτα των βλεφαρίδων του. Με όση δύναμη είχε την έσπρωξε με τις δυο παλάμες του προς τα πίσω εκτοξεύοντας την πικρία του πάνω στο άτυχο κορμί της. Η κοπέλα έπεσε με φόρα προς τα πίσω χτυπώντας το κάτω μέρος του κεφαλιού της στο σκληρό μπράτσο του καναπέ. Έβγαλε μια εκκωφαντική κραυγή πόνου και έπιασε με πάθος το κεφάλι της στο σημείο όπου πονούσε. Η Σμαράγδα συγκλονισμένη από το θέαμα έτρεξε κοντά στην κόρη της, ενώ ο Χάρης έστελνε το βλέμμα του μια στην άτυχη κοπέλα και μια στον πονεμένο νεαρό άνδρα. Ο Άρης συνέχισε να κοιτά με μίσος τη Διδώ και έπειτα βρόντηξε την πόρτα αφήνοντας πίσω του μια πληγωμένη οικογένεια. 

Μπερδεμένα κλειδιάWhere stories live. Discover now