//32//

54 11 5
                                    

Απόλαυσε τα φιλιά της χαρίζοντας της την καλύτερη μεριά του εαυτού του. Άγγιζε με προσοχή τα μαλλιά της και φρόντιζε να δίνει το απαιτούμενο, εμπρός στις απαιτήσεις της, πάθος. Τα φιλιά του ήταν μονότονα όπως και ο ρυθμός της καρδιάς του και το βλέμμα του σκοτεινό. Είχε κλείσει ορμητικά τα μάτια του και στο μυαλό του ατένιζε κάποια ανάμνηση έτη φωτός πίσω από την τωρινή κατάσταση. Η Ελευθερία είχε χυμήξει επάνω στο λευκό κορμί του με πόθο και πάθος γραπωμένη από τα χέρια και την πλάτη του. Δεν άφηνε δευτερόλεπτο να περάσει χωρίς τα σώματα τους να μην είναι ενωμένα. Τον ρυθμό του πάθους της διέκοψε ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα. Αλαφιασμένη έκοψε το φιλί τους στην μέση και μάζεψε τα μαλλιά της σε μια αλογοουρά. 

-Ποιος είναι; της έκανε νεύμα ο Άρης νιώθοντας έντονη ντροπή μέσα του 

-Ιδέα δεν έχω!- ανασήκωσε τους ώμους της- Υποτίθεται πως οι γονείς μου θα επέστρεφαν αύριο... έφτιαξε την τσαλακωμένη μπλούζα της και έτρεξε να ανοίξει την πόρτα όσο ο Άρης έπαιζε νευρικά με τα δάκτυλα των χεριών του καθισμένος στο κρεβάτι 

Η πόρτα άνοιξε και εμπρός στα μάτια της νεαρής κοπέλας αντανακλούταν  μια ηλικιωμένη γυναίκα με ρυτιδιασμένα μάτια και κοντό ανάστημα. 

-Καλημέρα κόρη μου! της χαμογέλασε και το πρόσωπο της Ελευθερίας φωτίστηκε 

-Καλημέρα κυρία Ρόζα! Περάστε! άνοιξε διάπλατα τα χέρια της για να της κάνει νόημα να εισέλθει 

Η γυναίκα πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού με αποφασιστικά βήματα. Το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο με την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Παρά την αγωνία της δεν έχασε ούτε στιγμή το σταθερό βηματισμό της και την ίσια και δυναμική αναπνοή της. Τα μάτια της παρατηρούσαν το χώρο με διάθεση να ξεσκεπάσουν κάθε ένα αντικείμενο. Μπορούσε εύκολα να διακρίνει το πάθος που απόρρεε από την ατμόσφαιρα, καθώς τα ρουθούνια της δεν την απογοήτευαν ποτέ. Μέσα στην ψυχή της σχηματίστηκαν ποικίλες εικόνες του παρελθόντος, τις περισσότερες από τις οποίες δεν ήθελε να θυμάται. Τα πρόσωπα των αναμνήσεων της ήταν φρικτά και άσχημα, σκυθρωπά και αποκρουστικά. Έμοιαζαν με τέρατα έτσι όπως γέλαγαν τρανταχτά και απειλούσαν να την εξολοθρεύσουν μασουλώντας την καρδιά της με πόθο. Ο πόνος διαπέρασε το στήθος της στο ερχομό μερικών εικόνων.

 Ήταν μεσημέρι Τρίτης και μόλις είχαν γυρίσει από το δικαστήριο. Η δίκη ήταν για ακόμα μια φορά σκληρή και τα πρόσωπα του δολοφόνου και της συζύγου του φρικιαστικά. Η κάθε λέξη του είχε τρυπήσει το στέρνο της και νοερό αίμα έτρεχε σαν ποταμός θρήνου καθώς η κόλαση αγκάλιαζε τους ώμους της με μια τάση να την θανατώσει. Ο δολοφόνος είχε ξεστομίσει βαριά λόγια. << Μου επιτέθηκαν! Είμαι αθώος! Καλά έκανα και τους σκότωσα! Ήταν βρώμικοι, αλήτες! Αυτοί ήταν οι δολοφόνοι! Αν δεν σκότωνα, θα σκοτωνόμουν!>>. <<Σας παρακαλώ κύριε Δήμου καθίστε στη θέση σας! Ο χρόνος σας έχει κλείσει! Σας παρακαλώ σας λέω! Ω! Μα σταματήστε να μιλάτε! >>. Το πρόσωπο της κυρίας δικαστού σκληρό και αμετανόητο. Υπήρχαν όμως φορές που της φαινόταν πως έκλεινε το μάτι στο δολοφόνο. Η γυναίκα του ήταν καθισμένα και σκυφτή. Το πρόσωπο της σπάνια το θυμάται, μα όταν αυτό συμβαίνει ο τρόμος καταλύει τα κύτταρα της. <<Κυρία Ρόζα είστε καλά;>> θυμόταν την Ελευθερία να της κρατά το μπράτσο όσο εκείνη ένιωθε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. <<Βάστα με κορίτσι μου! Βάστα με! Βάστα με να μην πεθάνω εδώ σήμερα...>>. Την οδήγησε σπίτι της. Τότε ο Άρης δεν ήξερε πως να διαχειριστεί το θάνατο των γονιών του και ως αποτέλεσμα οι πόνοι της γιαγιάς του ήταν μη διαχειρίσιμοι. Κλεινόταν στον εαυτό και ο μοναδικός άνθρωπος που τον ξεκλείδωνε ήταν η Ελευθερία. Τότε ήταν η πρώτη φορά που είχε μπει στο σπιτικό της. Έπειτα ακολούθησαν λίγες ακόμα, μα ποτέ της δεν ήθελε να βαδίζει το κατώφλι αυτού του σπιτιού γιατί πάντοτε εκείνη η μέρα δυνάμωνε μέσα στο νου της και ποδοπατούσε την ψυχή της. 

Μπερδεμένα κλειδιάWhere stories live. Discover now