//22//

57 12 30
                                    

Το μυαλό της στεκόταν ανίκανο να αντιληφθεί την στάση της μητέρας της απέναντι στη δίκη του πατέρα της. Πώς ήταν δυνατόν να πει ψέματα στο δικαστήριο; Η δική της ηθική δεν μάτωνε εμπρός στην φαύλη συμπεριφορά της; Οι νευρώνες της στέλνανε συνέχεια στον εγκέφαλο της τα λόγια της μητέρας της, μα η ίδια αδυνατούσε να πιστέψει τα όσα της είχε πει. Ένιωθε πως ο πατέρας της ήταν ένα λάθος που της είχε στείλει η ζωή. Έτσι κρέμασε επάνω στη μητέρα της όλες τις ελπίδες που θα μπορούσε να έχει για μια πιο τίμια και άξια ζωή. Ωστόσο, μετά από τα λόγια της ο κόσμος της νεαρής κοπέλας είχε γκρεμιστεί για ακόμα μια φορά. Η μητέρα της τώρα φάνταζε μέσα στο μυαλό της σαν κάτι πιο σκοτεινό και απόμακρο. Η ίδια ένιωθε πως δεν μπορούσε να πιαστεί από πουθενά, πως δεν υπήρχε καμιά παρηγοριά στη ζωή της. 

Μολαταύτα ένιωθε να υπάρχει μέσα της μια σπίθα αισιοδοξίας, μιας και η μητέρα της τής είχε πει την αλήθεια για το συμβάν. Της είχε μιλήσει ανοιχτά και τίμια για το πως ο πατέρας της σκότωσε τους δυο εκείνους ανθρώπους. Αυτό έμοιαζε σαν ένα μικρό ελαφρυντικό στο μυαλό της. Η Διδώ στηριζόταν στην ηθική και τη θεωρούσε βάση και στήριγμα της αξιοπρέπειας της. Πράξεις όπως εκείνες της μητέρας της και πόσο μάλλον του πατέρα της αποτελούσαν μια μαύρη κηλίδα στον ωκεανό των συναισθημάτων της. 

Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και αναπόλησε εκείνες τις παλιές ημέρες. Η καρδιά της είχε κατευνάσει τον θυμό των περασμένων ωρών. Το μυαλό της ήταν νηφάλιο και η ανεμοθύελλα είχε αποχωρίσει από τη ψυχή της αφήνοντας μοναχά κάποιους διάσπαρτους κόκκους σκόνης από την έρημο της καρδιάς της στη συνείδηση της. Άφησε την ψυχή της ελεύθερη και κυνήγησε το παρελθόν της. Τα λόγια του Άρη εμφανίστηκαν και πάλι στη μεγάλη οθόνη του μυαλού της. 

 Εγώ έχασα τους γονείς μου πριν από δυο χρόνια

Η ημερομηνία ταίριαζε με τη δολοφονία που είχε διαπράξει ο πατέρας της. Δεν μπορούσε όμως να αρκεστεί σε αυτό. Ήθελε κάποια ακόμα στοιχεία. 

Τους σκότωσε ένας ληστής.

Ληστής. Ληστεία. Αυτό ήταν! Και ο πατέρας της είχε σκοτώσει εκείνο το αντρόγυνο κατά τη διάρκεια μιας ληστείας που είχε διαπράξει. Πριν από περίπου δυόμιση χρόνια το εργοστάσιο όπου δούλευε ο πατέρας της είχε χτυπηθεί από την τεράστια οικονομική κρίση των ημερών. Ο πατέρας της όπως και άλλοι εργαζόμενοι αποτελούσαν τα θύματα των οικονομικών λαθών του κράτους. Η εταιρία μετά από μερικές εβδομάδες έκλεισε πετώντας στο δρόμο πάνω από διακόσιους είκοσι ανθρώπους. Ο πατέρας της εργαζόταν ως διευθυντής της βιομηχανίας έχοντας τις κατάλληλες γνωριμίες και αποκτώντας έναν τεράστιο ιδιωτικό χώρο με κυριαρχικά καθήκοντα στον τομέα του μάρκετινγκ. Όταν το εργοστάσιο έκλεισε ο ίδιος έχασε κάθε ευκαιρία για πηγή πλούτου. Για περίπου μισό χρόνο συνέχισε να ζει μέσα στη χλιδή παρασύροντας και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του σε αυτόν τον τρόπο ζωής. Ο ίδιος δεν ήθελε να προσδώσει στον εαυτό του τον χαρακτηρισμό 'φτωχός' θεωρώντας πως δεν ήταν πλασμένος για να φορά στο όνομα του αυτήν την ταμπέλα που είχε ως συνακόλουθη προϋπόθεση την πείνα και την εξαθλίωση. Η Σμαράγδα και η τότε ανήλικη Διδώ δεν γνώριζαν για την πραγματική οικονομική κατάσταση της οικογένειας τους. Υπεύθυνος για αυτό ήταν ο Κωνσταντίνος, ο πατέρας της Διδώς. Γνώριζε βαθιά μέσα του πως έχει αποτύχει ως πατέρας μιας και οι σχέσεις του με τη νεαρή κόρη του είχαν ψυχρανθεί μετά τα οκτώ της χρόνια με τον ίδιο να αδιαφορεί πλήρως για την πρόοδο και της ψυχική της κατάσταση, αλλά και ως σύζυγος. Τους τελευταίους μήνες της χρεοκοπίας της βιομηχανίας είχε ανακαλύψει πως η γυναίκα του, Σμαράγδα, είχε γνωρίσει έναν συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων και ορισμένα απογεύματα απολάμβανε μαζί του το ηλιοβασίλεμα στα σοκάκια της Αθήνας. Δεν τον είχε νοιάξει τότε, διότι ο ίδιος από τα πρώτα χρόνια του γάμου τους είχε δέσει τα βράδια του με πολλές γυναίκες του επαγγελματικού του χώρου και μη. Έτσι ο μοναδικός τρόπος για να αποδείξει σε όλους πως είχε αξία και ήταν ικανός, ήταν η παραγωγή χρημάτων. Ακόμα όμως και όταν κατέρρευσε η οικονομία τους ο Κωνσταντίνος δεν έδειξε καμιά μεταμέλεια και συνέχισε να συνεργάζεται με ανθρώπους του υποκόσμου. Εκείνοι γνωρίζοντας την ανέχεια του τον αντιμετώπιζαν σαν έναν παρείσακτο και άχρηστο που μόνο μπελάδες θα μπορούσε να τους φέρει και έτσι του έκλεισαν την πόρτα. Δυο χρόνια μετά, ο Κωνσταντίνος Δήμου φτάνοντας στην οικονομική εξαθλίωση και όντας σε μια περίοδο έντονης ταραχής του συναισθηματικού του κόσμου πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον κόσμο της ληστείας. Ένα από τα σπίτι που εισήχθη παράνομα ήταν και αυτό των γονιών του Άρη. Σε καμία άλλη ληστεία δεν διέπραξε δολοφονική επίθεση εκτός από τη συγκεκριμένη. Ο λόγος ήταν η αντίσταση που βρήκε από το νεαρό αντρόγυνο, τον Ανδρέα και την Κάτια Παπαδέλη. Συγκλονισμένη η οικογένεια του τον παράτησε με τη Σμαράγδα να προχωρά σε διαζύγιο και στην κηδεμονία της Διδώς. Η διαδικασία διεξαγωγής του διαζυγίου ήταν γρήγορη, σχεδόν άμεση με μεγαλύτερη τομή της ζωής τους την αποκοπή κάθε σχέσης με τον Κωνσταντίνο Δήμου. Πλέον το μοναδικό πράγμα που ένιωθε η Διδώ πως την ένωνε με τον πατέρα της ήταν το ίδιο εκείνο επώνυμο, Δήμου. 

Μπερδεμένα κλειδιάΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα