//17//

56 12 39
                                    

Πέρασαν οι μέρες των γιορτών με τους δυο τους να ερωτεύονται όλο και πιο βαθιά. Καμία προσπάθεια δεν είχε γίνει για να πάρει ξανά σάρκα και οστά η συζήτηση που είχαν αφήσει στη μέση την ημέρα των Χριστουγέννων. Η Διδώ μετά την αποχώρηση της εκείνο το βράδυ είχε συζητήσει πολλές φορές τις κουβέντες του Άρη με την μητέρα της, μα και οι δυο τους δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε καμιά λογική εξήγηση. Πολλές φορές η μητέρα της τής είχε προτείνει να ανοίξει και πάλι τη συζήτηση στον Άρη, όμως η Διδώ είχε έναν βαθύ πόνο για την τότε συμπεριφορά του. Οι φωνές του εκείνο το βράδυ είχαν ταράξει τον συναισθηματικό της κόσμο με αποτέλεσμα να δει μια άλλη μορφή του Άρη, μια μορφή που της φαινόταν κάθε άλλο από ελκυστική. Η μια πλευρά της ήθελε να μάθει τι του συνέβαινε, αλλά η άλλη δίσταζε σαν μικρό παιδί που έχει κάνει κάποια αταξία και θέλει να την κρύψει από τους γονείς του. Ωστόσο μέσα στις σκέψεις της και στις ανεξήγητες ερωτήσεις που αυτές δημιουργούσαν, η ίδια αισθανόταν πως ο Άρης είχε πληγωθεί βαθιά από κάτι. Η αλήθεια ήταν πως ποτέ δεν τον ρώτησε για την οικογένεια του παρά το ότι ήταν ένα θέμα που την απασχολούσε. Σήμερα ήταν η καταλληλότερη μέρα να τον ρωτήσει. Ο Άρης θα ερχόταν για δεύτερη φορά στο σπίτι της μετά από την επισημοποίηση της σχέσης τους στους γονείς της. Οι δυο τους ήταν βαθιά ερωτευμένοι σε έναν κόσμο που δεν χωρούσε έρωτα και αγάπη. 

-Θα καθίσετε εδώ να φάτε; έκανε η μητέρα της και έστρωσε το λευκό πουκάμισο της επάνω της

-Ναι, έτσι συνεννοηθήκαμε! Εκτός κι αν θέλετε να μείνετε εσείς στο σπίτι και να πάμε εμείς να φάμε κάπου έξω! παρατήρησε η Διδώ τη μητέρα της που κοιταζόταν στον καθρέφτη του χολ

-Όχι όχι παιδί μου! Μην ανησυχείς για εμάς! Έχουμε κι όλα βρει που θα πάμε! Απλά ήθελα να ξέρω αν έχετε σκοπό να φάτε τους κεφτέδες με το ρύζι που έφτιαξα. της έκλεισε το μάτι 

Η Διδώ κοίταξε ντροπαλά το πάτωμα και έπαιξε νευρικά με τα μαλλιά της. 

-Ναι μαμά, θα φάμε και αυτό εννοείται! της έσκασε τελικά ένα πλατύ χαμόγελο 

Το κουδούνι ακούστηκε και η Διδώ έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. 

-Γεια! έξυσε το κεφάλι του ο Άρης

-Καλώς μας ήρθες! τον πήρε στην αγκαλιά της η Διδώ 

Από την άκρη του χολ εμφανίστηκε ο πατέρας της Διδώς. 

-Καλώς τον! Πέρασε αγόρι μου! του χαμογέλασε εκείνος και ο Άρης έγνεψε θετικά με βαθιά συστολή 

Μπερδεμένα κλειδιάWhere stories live. Discover now