//21//

59 12 52
                                    

Ο Άρης πέρασε μερικά εικοσιτετράωρα σκεπτόμενος τα λόγια της γιαγιάς του. Εκείνη ήταν η πιο σοφή γυναίκα με τη ωριμάδα της να κρύβεται πίσω από τις ρυτίδες του προσώπου της και από τα σημάδια γήρανσης των χεριών της. Την αγαπούσε όπως η θάλασσα το αλάτι και δεν θα μπορούσε να σκεφτεί τη ζωή του χωρίς εκείνη. Η γυναίκα αυτή ήταν το αποκούμπι του στις δυσκολίες της καθημερινότητας και η αγκαλιά εκείνη που έκανε πιο γλυκιά κάθε στιγμή και φοβέριζε το άσχημο πρόσωπο της ζωής διώχνοντας το μακριά. Η γιαγιά του ήξερε να διαβάζει τις σκέψεις του και είχε πάντοτε την ικανότητα να φτιάχνει τα πιο γλυκά και νόστιμα φαγητά, λες και μέσα τους έβαζε όλη της την αγάπη και την καλοπροαίρετη διάθεση της. 

Βγήκε από το δωμάτιο και την βρήκε να στρώνει το μεγάλο καρό τραπεζομάντηλο πάνω στο ξύλινο τραπέζι του σαλονιού. Οι άσπρες και κόκκινες γραμμές του σχημάτιζαν μικρά τετραγωνάκια αγκαλιάζοντας με έναν ζεστό τρόπο την ατμόσφαιρα. 

-Πόσα χρόνια έχουμε αυτό το τραπεζομάντηλο γιαγιά; κάθισε στον καναπέ και την κοίταξε γεμάτος στοργή 

-Πολλά χρόνια παιδί μου! Από τη Σμύρνη το είχε φέρει η προγιαγιά σου! απάντησε εκείνη αμέσως με καμάρι 

Το χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλια της υποδείκνυε στη συνείδηση του πως η Σμύρνη και ειδικότερα η οικογένεια του είχαν μια μακρά ιστορία που έκανε ακόμα πιο λαμπρό το οικογενειακό του δέντρο. 

-Το είχε φτιάξει η μητέρα σου; 

-Η γιαγιά μου!- γέλασε η γιαγιά και στράφηκε προς το μέρος του- Άρη μου, χαίρομαι που μιλάμε όπως παλιά και δεν είσαι ακόμα κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο σου! τον πλησίασε και του άφησε ένα υγρό φιλί στοργής στο κούτελο

-Είμαι στα αλήθεια πολύ καλύτερα γιαγιά! της χαμογέλασε και σηκώθηκε από τον καναπέ

Πλησίασε τις κατσαρόλες στην κουζίνα και μύρισε το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό. Μύριζε αρακάς με πατάτες. 

-Γιαγιά πάλι το θαύμα σου έκανες! της γέλασε και εκείνη πλησίασε προς την κουζίνα 

-Άσε με Άρη μου να φτιάξω εγώ τα πιάτα και να στρώσω το τραπέζι μας! έπιασε το καπάκι και η μυρωδιά γέμισε το χώρο

Ο Άρης δεν της απάντησε παρά μόνο έγνεψε θετικά. Έκανε πέρα και κάθισε στο τραπέζι. Έπιασε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε την τηλεόραση. 

-Όχι γιέ μου. Άσε να φάμε πιο ήρεμα εδώ! του έγνεψε 

Ο Άρης έσμιξε τα φρύδια του, αλλά υπάκουσε στην επιθυμία της πολυαγαπημένης του γιαγιάς. Πάτησε το κόκκινο κουμπί και η τηλεόραση έκλεισε με μιας. Η γιαγιά έφερε τα πιάτα στο τραπέζι και γέμισε τη μεγάλη γυάλινη κανάτα με τα λευκά λουλούδια, με φρέσκο νερό. Την άφησε στη μέση του τραπεζιού και στόλισε το γεύμα με δυο ποτήρια δεξιά από τα πιάτα τους. 

Μπερδεμένα κλειδιάWhere stories live. Discover now