×66×

3.5K 446 75
                                    

"Πάμε να φύγουμε. Σε παρακαλώ."

Γύρισα προς το μέρος της Αριάδνης για να αποφύγω το σκηνικό.

"Πάνω στο καλύτερο; Ναι καλά!"

Γέλασε και προσπάθησε να παρακολουθήσει κάθε λεπτομέρεια.

"Τι το ωραίο βρίσκεις σε έναν καυγά;"

Ρώτησα αηδιασμένη μόνο στην σκέψη.

"Αουτς. Αυτό πρέπει να πόνεσε."

Ψιθύρισε και ξεκίνησα να απομακρύνομαι. Δεν μπορώ να βλέπω τον Αχιλλέα να χτυπάει με τόση μανία κάποιον.

"Περίμενε!"

Φώναζε η Αριάδνη από πίσω μου, αλλά συνέχιζα να περπατάω.

"Δεν πρέπει να μας δούν."

Είπα όταν με έφτασε και την τραβολόγησα εώς το αυτοκίνητο. Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκα μέσα λαχανιασμένη.

"Μπορούμε να προσποιηθούμε οτι αυτό δεν έγινε ποτέ;"

Ρώτησα εξαντλημένη.

"Τι; Δηλαδή θέλεις να μου πείς πως δεν σε ενδιαφέρει να μάθεις ποιός ήταν εκείνος και γιατί τον χτυπούσε ο Αχιλλέας;"

Ξεφύσηξα.

"Οχι, δεν θέλω."

Με κοίταξε απορημένη.

"Θέλω όμως εγώ. Ίσως μάθουμε γιατί απομακρύνεται και-"

"Δεν θέλω να ανακατευτείς. Καθόλου. Θα περάσω από το σπίτι του."

Την διέκοψα και έγνεψε καταφατικά.

"Μπορούμε να προσποιηθούμε οτι αυτό δεν έγινε ποτέ;"

Επανέλαβα την ερώτηση μου και την κοίταξα.

"Εντάξει."

Έγνεψε.

"Είναι σοβαρό. Δεν πρέπει να μάθει κανένας για αυτό."

Περνάνε διάφορα σενάρια από το μυαλό μου, δεν θέλω ούτε καν να το σκέφτομαι.

Η Αριάδνη δεν γνωρίζει τίποτα για το παρελθόν μου και δεν πρέπει να μάθει κάτι, ειδικά τώρα.

Περπατώντας κατά μήκος του στενού, έπαιζα αμήχανα με το μπρελόκ των κλειδιών μου.

Καθώς πλησίασα το σπίτι του Αχιλλέα, η μετάνοια μεγάλωνε μέσα μου.

Μάζεψα όλο το θάρρος και την υπομονή που μου απέμεινε και χτύπησα με δισταγμό την πόρτα.

Πρέπει να ξεδιαλύνω την κατάσταση.

Μετά από δύο χτύπους η πόρτα άνοιξε. Το ταλαιπωρημένο πρόσωπο της γιαγιάς που περίμενα να μου χαμογελάσει, με κοίταξε με τρόμο.

Είκοσι ΜέρεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora