×2×

11.1K 1K 300
                                    

«Ζωή, ήρθα!»

Άκουσα την μητέρα μου να φωνάζει από τον κάτω όροφο και άνοιξα τα μάτια μου.

Μετά απο λίγη ώρα που σπατάλησα προσπαθώντας να βρω το κινητό μου μέσα στα σκοτάδια, το άνοιξα και τυφλώθηκα απο την φωτεινότητα.

Γαμώτο, πως χαμηλώνει;

Ναι, καλά καταλάβατε, δεν ξέρω καν να χρησιμοποιώ το κινητό μου. Κοίταξα βιαστικά την ώρα και σηκώθηκα, είχε πάει δέκα το βράδυ. Τόσες ώρες κοιμόμουν;

Πήρα μια βαθιά ανάσα και έκατσα να διαβάσω, αγνοώντας ελάχιστα την πείνα μου. Τέλειωσα γρήγορα, δεν με δυσκόλεψαν ιδιαίτερα οι ασκήσεις.

Κατέβηκα κάτω για να φάω τίποτα και κοκάλωσα κυριολεκτικά όταν είδα στην τραπεζαρία έναν άντρα γύρω στα πενήντα.

Έπιασα το πρώτο βάζο που βρήκα μπροστά μου και ετοιμάστηκα να τον βαρέσω στο κεφάλι, το έχω ξανακάνει άλλωστε—μεγάλη ιστορία, ίσως σας την διηγηθώ κάποια στιγμή.

Λίγα δευτερόλεπτα πριν την καταστροφή, με σταμάτησε η μάνα μου.

«Τι πας να κάνεις;»

Τσίριξε και ο τύπος γύρισε κατευθείαν προς το μερος μου. Ασυναίσθητα, έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω.

«Ποιος είναι αυτός;»

Ρώτησα και τον έδειξα τείνοντας το χέρι μου προς το μέρος του. Πολύ ευγενικό εκ μέρους μου. Η ευγένεια ρέει στο αίμα μου από μικρή.

Το δολοφονικό της βλέμμα πρόδιδε την τάση της να με κρίνει για τους τρόπους μου. Χαμογέλασα αθώα.

«Μιχάλης, χάρηκα. Ο σύντροφος της μητέρας σου.»

Μίλησε και έτεινε το χέρι του προς το μέρος μου.

«Ζωή.»

Απάντησα και σκεφτόμουν εάν έπρεπε να δεχτώ την χειραψία.

Ο σύντροφος της μητέρας σου.

«Κάτσε. Ο ποιός;»

Απομάκρυνα απότομα το χέρι μου από κοντά του. Το βάζο έπεσε και διασκορπίστηκαν χιλιάδες κομμάτια του στο πάτωμα—ήταν αναμενόμενο.

«Ζωή! Αυτό ήταν της γιαγιάς σου!»

Φώναξε ξανά και με κοίταξε θυμωμένη.

Χαμογέλασα αμήχανα και αποφάσισα να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια. Δεν αντέχω άλλους καυγάδες χωρίς λόγο. Ανέβηκα πάνω, αφήνοντας το νέο αμόρε της μάνας μου και έκανα ένα μπάνιο.

Είκοσι ΜέρεςWhere stories live. Discover now