το παρεθλον

66 8 2
                                    

Με πλησιάζει και τυλίγει τα χερια της στο λαιμο μου. Αυτη η κινηση της με ξαφνιάζει ευχάριστα. Δεν το περιμενα απο εκεινη, νομιζα οτι θα με ξανά χτυπούσε. Βαζω το ενα μου χερι στη μεση της και με το αλλο αγγίζω τα ξανθά μαλλιά της. Είμαστε πιο κοντα απο ποτέ. Εχει ακουμπισμένο το κεφαλι της στο στήθος μου και μπορω να να ακουσω τα αναφιλητα της. Ειναι οπως την πρωτη φορα που τη συνάντησα σε εκεινο το σπιτι. Φαινεται τοσο εύθραυστη και αδύναμη. Δεν θυμιζει σε τιποτα την Όλγα που βλεπω στο σχολείο. Με τα απο λιγο την αφήνω απο την αγκαλιά μου και της πιάνω τους καρπούς.
-Σε παρακαλω δεν θα σε πειράξω να σε βοηθησω θέλω. Καλο θα ηταν να μην φυγεις απο εδω τώρα αυτος που σε κυνηγούσε, θα μου δώσεις αυριο εξηγήσεις δεν γλιτώνεις, μπορει να σε βρει μεινε σπιτι μου για ενα βραδυ οι γονεις μου λείπουν ούτος ή άλλος. Τηε λέω
Εκείνη λογω της εξουθένωσης που ένιωθε δεν μπορούσε να αρνηθεί και έγνεψε καταφατικά. Αναιβηκαμε λοιπον στο σπιτι μου. Εκεινη κάθησε στον καναπε του σαλονιού και εγω πηγα μεχρι το μπάνιο. Εκει ειχαμε ενα κουτι με ρουχα της μητέρας μου. Τα ρουχα της τα οποια δεν φοράει πλεον τα δωρίζει σην εκκλησία. Πηρα λοιπον μια μπλε πουά πιτζάμα απο'κει και την αφησα στο δωμάτιό μου.
-Όλγα έλα! (Φωναξα και εκεινη μπηκε μέσα) Εδω θα κοιμηθεις ορίστε παρε και αυτα να βάλεις. Ειπα και της εδωσα τις πιτζάμες.
-Ρε θοδωρή για ονομα του θεου θα σε βγαλω απο το δωμάτιό σου.
-Τωρα που λείπουν οι γονεις μου παντα κοιμάμαι στο δικο τους δωματιο οποτε δεν ξεβολευεις κανέναν. Αντε καληνύχτα και αυριο εχει ανάκριση να ξέρεις.
-Χαχα καληνυχτα και σε ευχαριστώ, για όλα
-Δεν κανει τίποτα.
Πηγα και εγω λοιπον στο δωματιο των γονιών μου και ο ύπνος δεν αργησε να με πάρει με την εικονα της στο μυαλο μου. Δεν πίστευα οτι κοιμόταν στο δωμάτιο μου. Ηταν μαγικό ολο αυτό. Αυριο επιτελους θα μαθω ποια ειναι η Όλγα.

Καποια στιγμη ξυπνησα απο εφιάλτη. Δεν θυμαμε τι ακριβως ειδα παντός ηταν τρομακτικό. Πηγα στη κουζίνα να πιώ λιγο νερό. Άναψα τι φως του σαλονιού για να βλέπω. Εκει ειδα την Όλγα. Στα χερια της κρατούσε ενα χαρτομάντιλο και έκλαιγε. “Και εκεινη εφιάλτες..... ”σκέφτηκα. Πηγα λοιπον και κάθησα κοντα τής. Της χάιδεψα την πλάτη. Εκείνη συνέχιζε να κλαιει.
-Παντός η Όλγα που ξερω εγω δεν θα έκλαιγε ετσι μπροστα σε κόσμο.
-Εσύ με εχεις δει στα χειροτερα μου οποτε μπορω να πω πως δεν σε ντρέπομαι. Ειπε και ρουφιξε τη μύτη της.
-Τι εγινε ρε Όλγα τι εγινε γιατι σε κινηγουσε αυτός γιατι κανεις οτι κανεις στον εαυτο σου θα μου πεις καμια φορά;
Πηγε μια βαθια ανάσα.
-Εισαι ο πρώτος στον οποιο θα πω την ιστορια μου. Υπόσχεσαι να μην την πεις πουθενά.
-Τάφος.
-Ολα ξεκίνησαν στην Αγγλία. Εκει γεννήθηκα οι γονεις μου ειναι ή μαλλον ήταν έλληνες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αγγλία. Ο μπαμπας μου δούλευε σε μια επιχείρηση. Τα λευτα που έβγαζε ηταν αρκετά και η μαμα μου δεν χρείαζοταν να δουλεύει. Εκει έζησα μεχρι τα έξι μου. Εκει πηγα σχολείο στην αρχή. Καποια στιγμή λογω της δουλεια του μπαμπα μου επρεπε να μετακομησουμε στην Ελλάδα. Συγκεκριμενα εδω στην Αθήνα. Οταν μετακομίσαμε αρχισε να δουλευει και η μαμα μου σε ενα φροντηστηριο αγγλικών. Ειχαμε και τη γιαγια μου κοντα μας. Ημασταν μια αγαπημενη οικογενεια. Ο ενας αγαπουσε και φρόντιζε τον άλλον. Οι γονεις μου ηταν παντα εκεί για εμένα. Και στο καινούριο σχολειο που ειχα παει εκανα αμεσως φίλους. Με αλλα λογια ειχα οτι επιθυμούσε να παιδί. Ολα αυτα ομως μεχρι τα οχτώ μου. Δυο χρονια αφότου ηρθαμε στην Ελλάδα. Δεκαπέντε Ιανουαρίου ηταν οταν αρρώστησα. Ειχα πυρετό και δεν μου έπεφτε. Ετσι μπήκαμε στο αμαξι για να παμε στο νοσοκομείο. Ο μπαμπας μου οδηγούσε προσεκτηκα ομως ο αλλον οδηγός ηταν μεθυσμένος. Το αμαξι του εγινε ενα με το δικο μας και ενιωσα τα φωτα να με τυφλωνουν. Ξυπνησα σε να νοσοκομείο με όρο στο χέρι και μια νοσοκόμα με πληροφόρησε οτι μου εκαναν ράμματα στο κεφάλι. Αμεσως αναζήτησα τους γονεις μου. Τοτε η νοσοκόμα που ειπε οτι δεν τα κατάφεραν. Σκοτώθηκαν στο τροχαίο. Μολις το ακουσα αυτο ολα σκοτεινιασαν. Εχασα τη γη κατω απο τα ποδια μου. Δεν μπορει οι ανθρωποι που αγαπούσα τοσο μα τοσο πολυ να ειναι νεκροί. Έκλαιγα επι τρεις μέρες συνεχόμενα. Δεν μπορούσα να το χωνέψω. (Σκουπησε να δακρυ απο το προσωπο της). Η γιαγια μου μετα απο αυτο με σιχάθηκε δεν ηθελε να με ξαναδεί. Ελεγε πως εγω φταιω που αρρώστησα τότε για το θανατο του αγαπημένου της γιού. Οταν αναρωσα πλήρως οι υπεύθυνοι του νοσοκομείου με πηγαν σε ενα ίδρυμα. Εκει ολοι με αγκάλιασαν ζεστά και οι κυριες ηταν πολυ καλες και ευγενικές και με τα παιδια περνούσα πολυ ωραία. Παίζαμε συνεχεια ολοι μαζί αλλα..... Δεν αντικατέστησαν ποτε την πραγματικη μου οικογένεια και τους γονείς μου. Δυο χρονια μετα στα δεκα μου μπήκαν τα δυο τέρατα στη ζώη μου. Ειναι γόνοι μεγάλης οικογένειας. Πλούσιοι.... Αυτοι ζήτησαν να με υιοθετήσουν. Λογω της οικονομικής τους κατάστασης δεν εγινε καν έλεγχος. Με εδωσαν σε αυτους χωρις πολλα πολλά. Τοτε ηταν που περασα οσο ασχημα δεν εχω ξαναπεράσει. Στην αρχη οσο ζούσα μαζι τους ηταν ευγενικοί. Μια μερα ομως έσπασα ενα βάζο με τη μπάλα μου. Τοτε η Σοφια, η γυναικα της “οικογένειας" αρχησε να με χτυπαει μεχρι που επεσα κάτω. Απο τοτε οτι και να εκανα ξυλο και παλι ξύλο και μου υπενθυμιζαν και ποσο άχρηστη ειμαι. Βεβαια απο τα δεκαπέντε μου και μετα λογω της μυϊκής δύναμης μου η Σοφια δεν μπορει να με χτυπά πλεον ο αλλος κανει ολη τη δουλειά. Εκεινη με πληγώνει μονο με τα λογια της. Αλλα σε ενα χρονο γίνομαι δεκαοχτώ και θα φυγω δεν θα τους ξαναδω ποτέ.
Αμέσως άρχισε παλι να κλαίει. Εγω της εβαλα την αγκαλια μου "ολα καλα εγω είμαι εδώ τώρα "της ψυθυρησα στο αφτί.

~Ευχαριστω για την ανάγνωση ηταν ενα καιφαλαιο που περιμενα πως και πως να αναιβασω. Kissesss ~
Τραγούδι :Say something (A great big world, C. Aguilera)

η μαγεια των αστεριωνWhere stories live. Discover now