Κάθομαι στο δωμάτιο ζωγραφικής μου και ζωγραφίζω έναν πίνακα καθώς περιμένω όλοι να φύγουν και να με αφήσουν στην ησυχία μου για μα διαβάσω το ημερολόγιο του μπαμπά μου.
Σήμερα δυστυχώς είναι η τελευταία μέρα της αποβολής μου και αυτό σημαίνει ότι αύριο θα επιστρέψω στο σχολείο...
"Καλημέρα Ελπίδα μου..." Ακούω την φωνή της μαμάς μου καθώς μπαίνει μέσα στο δωμάτιο ενώ εγώ συνεχίζω να ζωγραφίζω τον πίνακα.
"Καλημέρα μαμά." Της λέω και με πλησιάζει.
"Τι ζωγραφίζεις?" Με ρωτάει.
"Έναν άντρα..." Της λέω και τότε παρατηρεί την ζωγραφιά μου.
"Τι... Τι? Ποιος είναι αυτός? Ξέρεις ποιος είναι?'' Μου φωνάζει και φρικαρω λιγάκι.
"Δεν ξέρω... Κάπου τον έχω δει όμως δεν θυμάμαι που." Της απαντάω μιας και όντως δεν θυμάμαι που τον έχω ξανά δεί.
"Πετά τον! Πετά τον πίνακα!'' Μου φωνάζει έξαλλη.
"Τι? Όχι! Δεν πετάω τον πίνακα μου!" Φωνάζω θυμωμένη.
"Θα το κάνεις! Αυτός δεν είναι άνθρωπος αλλά τέρας! Πέτα τον πίνακα!" Μου φωνάζει καθώς απομακρύνεται έτοιμη να κλάψει.
"Είναι πίνακας μου και εμένα μου αρέσει! Τι κακό έχει? Ένας άντρας σε ένα καφενείο είναι!" Της Φωνάζω καθώς σηκώνομαι και εγώ και την πλησίαζω.
"Αχιλλέα!" Φωνάζει και εκείνος μπαίνει μέσα αμέσως τρέχοντας.
"Ερμίνα μου τι έγινε?" Την ρωτάει φοβισμένος και του δείχνει τον πίνακα και σοκάρεται και εκείνος λίγο ενώ η μαμά μου ξεσπάει σε κλάματα στην αγκαλιά του.
"Μαμά! Τι στο καλό έπαθες? Μαμά!" Της φωνάζω και εκείνη την στιγμή με κοιτάζει κλαίγοντας κάνοντας με να νιώσω χάλια.
"Πέτα αυτόν τον πίνακα! Πέτα τον Ελπίδα! Και σταμάτα να ψάχνεις για τον πατέρα σου γιατί η αλήθεια είναι υπερβολικά πολύ σκληρή! Απλά σταμάτα! Κάντο για εμένα! Δεν θέλω μα έρχομαι αντιμέτωπη με το παρελθον γιατί με πονάει! Εντάξει?'' Μου φωνάζει και αμέσως γνέφω θετικά.
Παίρνω τον ηλίθιο πίνακα στα χέρια μου και τον δίνω στον Αχιλλέα.
"Πήγαινε να τον πετάξεις εσύ. Εγώ δεν μπορώ." Του λέω και με δάκρυα στα μάτια φεύγω από εκείνο το δωμάτιο και πάω στο δικό μου.
Κάθομαι στο κρεβάτι μου αγκαλιά με το κουνελάκι μου και αρχίζω να κλαίω.
Τι έκανε ο πατέρας μου?
JE LEEST
Ραπουνζέλ
Humor"Ελπίδα! Κατεβα κάτω!" Μου φωνάζει ο Έκτορας κάτω από το μπαλκόνι μου. "Δεν μπορώ! Έχουν κλειδώσει γιατί παραλίγο να με σκοτώσεις!" Του φωνάζω το αυτονόητο. "Δεν έγινε ακριβώς έτσι..." Μου λέει και γελάω ειρωνικά. "Το κεφάλι μου που παραλίγο να ε...