Ακαταμάχητη Έλξη

476 58 8
                                    

Κανένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό δεν ξανακούστηκε μέχρι να βγούμε από το δάσος. Όλα ήταν και πάλι υπερβολικά ήσυχα. Ο Νικ δεν γύρισε να κοιτάξει ούτε μια φορά πίσω του καθώς διέσχιζε τους σχεδόν ερημωμένους δρόμους του χωριού. Περπατούσε αργά και έδειχνε εντελώς χαμένος στις σκέψεις του.

Τον ακολούθησα κρυφά και εντελώς αθόρυβα καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το σπίτι του. Έμενε δυο στενά μακριά από το δικό μου και του Τομ. Ήταν τόσο κοντά που αν φώναζε τα ονόματά μας από το δωμάτιό του σίγουρα θα τον ακούγαμε. Βέβαια στο χωριό όλα ήταν κοντά μεταξύ τους.

Αφού σιγουρεύτηκα πως μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Δεν ήθελα ακόμη να γυρίσω στο δικό μου σπίτι έτσι βάδιζα αργά, σχεδόν σέρνοντας τα βήματά μου. Παρατηρούσα τα πάντα τριγύρω μου, από τα μικρά πέτρινα σπίτια, μέχρι τις σκιές που δημιουργούσαν τα αδέσποτα ζώα στους δρόμους.

«Δεν μπορείς να τους προστατεύεις συνέχεια όλους ξέρεις.» Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή από κάπου κοντά μου.

Κοίταξα ξαφνιασμένη προς την πηγή του ήχου και ταυτόχρονα έβρισα τον εαυτό μου για την έλλειψη προσοχής μου. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια αντρική σιλουέτα που στηριζόταν πάνω στον πέτρινο τοίχο μέσα σ' ένα στενό που δημιουργούσαν δύο διπλανά σπίτια. Αν και μια σκιά έκρυβε το πρόσωπό του αμέσως τον αναγνώρισα.

«Τι κάνεις τέτοια ώρα έξω Τομ;» Τον ρώτησα μη θέλοντας αλλά και μη μπορώντας πλέον να τον αποφύγω.

«Το ίδιο θα σε ρωτούσα κι εγώ, αν δεν σε έβλεπα πριν λίγο να ακολουθείς τον Νικ. Ρόουζ τι συμβαίνει; Πάνω απ' όλα είμαι φίλος σου. Μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη. Νόμιζα ότι το ήξερες αυτό.» Ο τόνος του έμοιαζε κάπως περίεργος, λες και ήταν πληγωμένος.

Με πλησίασε, χωρίς να μπορώ ακόμη να δω το πρόσωπό του. Ένιωσα το στομάχι μου να δένεται κόμπος από την προσμονή μου να τον συναντήσω.

«Σου έχω εμπιστοσύνη.» Ψέλλισα καθώς αντίκριζα επιτέλους τα όμορφα καστανά μάτια του μέσα στο σκοτάδι.

«Τότε πες μου τι σε βασανίζει. Άσε με να σε βοηθήσω. Μην με πετάς έξω από τη ζωή σου.» Τα μάτια του με κοιτούσαν έντονα, κάνοντας το σώμα μου να ανατριχιάσει. Με είχε πλησιάσει ήδη πολύ.

«Εγώ... Δεν μπορώ... Δε θέλω να πάθεις κακό εξαιτίας μου. Δεν θα το άντεχα...» Συνέχισα να μιλάω σιγανά νιώθοντας αδύναμη κάτω από εκείνο το βλέμμα. Το δικό του βλέμμα. Πόσο πολύ μου είχε λείψει.

Ένα Όμορφο Τέρας (Μέρος 1ο)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα