Ταξίδι

714 80 1
                                    

Όταν το πολυπόθητο ταξίδι απείχε μόνο δυο μέρες από την πραγματοποίησή του, ο χρόνος άρχισε να περνά βασανιστικά αργά. Κοιτούσα το ρολόι μου όλο και πιο συχνά και πολλές φορές νόμισα πως είχε χαλάσει. Η αγωνία ήταν τόσο επώδυνη σαν περπάτημα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Εγώ και Μέλανη προσπαθούσαμε να σκοτώσουμε το χρόνο μας φλυαρώντας για άσχετα θέματα όμως αποτυγχάναμε συνέχεια καθώς η συζήτηση επέστρεφε πάντα στο ίδιο θέμα, το ταξίδι μας στο Λονδίνο.

Το βράδυ πριν τη μεγάλη μέρα δεν μπορούσα με τίποτα να κοιμηθώ. Στριφογύριζα και μπερδευόμουν με τα σκεπάσματα χωρίς να βρίσκω ηρεμία. Με πήρε για λίγα λεπτά ο ύπνος όμως μια δυσάρεστη σκέψη με ξύπνησε. Κάτι κακό θα συμβεί, σκέφτηκα. Κουρασμένη πια αποκοιμήθηκα.

Το επόμενο πρωί δεν θυμόμουν τίποτα. Το μυαλό μου εστίαζε στα πράγματα που χρειαζόμουν μαζί μου, στην ώρα αναχώρησης και στο να μην ξεχάσω τίποτε από τα δύο. Ο ενθουσιασμός μου είχε φτάσει στο ζενίθ του. Αποχαιρέτησα τους γονείς μου με ένα φιλί υπόσχοντας τους ότι θα προσέχω αλλά και πολλές φωτογραφίες και αναμνηστικά.

Όταν έφτασα στο σχολείο η Μέλανη με περίμενε στην πύλη μα την ασπρόμαυρη πουά βαλίτσα της.

«Αποκλείεται να τη χάσεις, της είχα πει γελώντας το προηγούμενο βράδυ, δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρχει άτομο με χειρότερο γούστο στις βαλίτσες.» Γελάσαμε τότε τόσο πολύ που δάγκωσα τη γλώσσα μου.

Σταθεροποίησα τη δικιά μου μοβ βαλίτσα στο πλάι της δικής της και την αγκάλιασα ρωτώντας:

«Έτοιμη;»

«Πανέτοιμη, εσύ;»

«Γεννήθηκα έτοιμη.» της χαμογέλασα.

«Νομίζω πως αυτό το ταξίδι θα μας αλλάξει ριζικά.»

Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η σκέψη εμφανίστηκε ξαφνικά στο μυαλό μου όμως την έδιωξα βιαστικά, καθώς οι δύο καθηγητές και συνοδοί μας μας ζήτησαν να δώσουμε τις βαλίτσες για να ξεκινήσουμε για το αεροδρόμιο.

Φτάνοντας εκεί ένιωσα έναν παράξενο φόβο που δεν μπορούσα να τον προσδιορίσω. Πήγαμε στον έλεγχο των εισιτηρίων και έπειτα των χειραποσκευών όπου πέρασα μια μικρή περιπέτεια μέχρι να ανακαλύψουν πως το μέταλλο το οποίο εντόπιζε το μηχάνημα ήταν από τα σιδεράκια μου. Η Μέλανη γέλασε τόσο πολύ βλέποντας το κόκκινο από την ντροπή πρόσωπό μου, κάνοντάς με στο τέλος να γελάσω και γω, αφού πρώτα της ρίξω μια αγκωνιά.

Ήταν η πρώτη φορά που ανεβαίναμε σε αεροπλάνο. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει ως τώρα αλλά είχα μια μικρά υψοφοβία.

«Πόσο μικρή;» Ρώτησε η Μέλανη καθώς βάζαμε τις ζώνες μας. Τότε αντιλήφθηκα για πρώτη φορά πόσο μεγάλη θα ήταν η απόστασή μας από το έδαφος και έσφιξα περισσότερο τη ζώνη μου. Η Μέλανη γέλασε, αλλά παρατήρησα πως το γέλιο της ήταν περισσότερο τσιριχτό απ' ότι συνήθως.

Ξαφνικά άναψε ένα κόκκινο φωτάκι στο σήμα της ζώνης πάνω από τα κεφάλια μας και ξεροκατάπια. Το αεροπλάνο άρχισε να κινείται και έπειτα να επιταχύνει. Ανακατεύτηκα και άρχισα να βλέπω πολλά πλεονεκτήματα να στο μείνω κάτω, στη σταθερή γη.

Όμως όλα χάθηκαν από το μυαλό μου όταν μ' ένα απαλό τράνταγμα και ένα γαργάλημα στο στομάχι αφήσαμε τον αεροδιάδρομο. Έβγαλα μια πνιχτή κραυγή και συνειδητοποίησα πως η Μέλανη δίπλα μου παραήταν σιωπηλή. Όταν την κοίταξα διαπίστωσα πως το πρόσωπό της είχε μια ελαφριά πράσινη απόχρωση και οι αρθρώσεις της ήταν άσπρες και γαντζωμένες από το κάθισμα και τη ζώνη της.

«Μελ, είσαι καλά;» Έγνεψε χωρίς να μιλήσει.

Εγώ πάλι θέλοντας να φτάσω τον εαυτό μου στα άκρα, ρίσκαρα μια πλάγια ματιά στο παράθυρο που ήταν ακριβώς δίπλα μου. Μόλις αντίκρισα το φτερό πλαισιωμένο με λευκά σύννεφα, ο φόβος μου για το ύψος χάθηκε. Ήταν ένα από τα ωραιότερα τοπία που είχα δει στη ζωή μου. Συχνά πυκνά τα σύννεφα αραίωναν και διέκρινα κομμάτια γης σαν πολύ μικρά νησάκια. Ήμασταν αρκετά ψηλά και τα σπίτια έμοιαζαν πλέον με σπιρτόκουτα ενώ οι δρόμοι με γκρίζες γραμμούλες.

«Μην κοιτάς έξω Ροουζ, δε θέλω να ξεράσεις πάνω μου.» Ψιθύρισε αδύναμα η Μέλανη.

Γέλασα μα δεν είπα τίποτα. Εκείνη κοιτούσε πεισματικά προς το διάδρομο και αν και το χρώμα της ήταν ξανά φυσιολογικό κρατούσε ακόμη σφιχτά τη ζώνη της.

Μετά από ώρα καθώς έφτανε η στιγμή της προσγείωσης σχεδόν κόλλησα το πρόσωπό μου στο τζάμι για αν μην χάσω ούτε λεπτομέρεια από το πανέμορφο σκηνικό από κάτω μου. Διέκρινα πράσινους κάμπους, αραιοκατοικημένες περιοχές, χωράφια, γήπεδα ποδοσφαίρου και ράγκμπι. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε στο οπτικό μου πεδίο και το αεροδρόμιο.

Αρχίσαμε να πλησιάζουμε το έδαφος και ένιωσα το γνώριμο πια συναίσθημα στο στομάχι μου. Το τράνταγμα της προσγείωσης ήταν μεγαλύτερο και ξαφνικά η Μέλανη μου έπιασε το χέρι. Όταν πλέον βγήκαμε από το αεροπλάνο και ένα λεωφοριάκι μας οδήγησε στο εσωτερικό του αεροδρομίου επιτέλους η Μέλανη μίλησε.

«Είδες; Τζάμπα φοβόσουν. Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο.» Και ξεκαρδιστήκαμε και οι δυο στα γέλια.

Ένα Όμορφο Τέρας (Μέρος 1ο)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα