Βικτώρια

505 60 4
                                    

Οι επόμενες τρεις μέρες πέρασαν βασανιστικά αργά. Κάθε μέρα είχα το ίδιο πληκτικό πρόγραμμα. 'Πρωινό', πλήξη, 'μεσημεριανό', πλήξη, ύπνος-ξενύχτι. Τώρα που δεν μπορούσα -ή μάλλον καλύτερα δεν ήθελα- να πλησιάσω στο Σπίτι των Τεράτων οι νύχτες έγιναν κι εκείνες ένα βασανιστήριο που διαδεχόταν εκείνο της μέρας. Επίσης κανένας από τους ενοίκους του, ούτε καν η Μπλουμ, δεν είχε δείξει σημεία ζωής, κάτι που δεν γνώριζα αν ήταν καλό ή κακό.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, έπιανα όλο και πιο συχνά τον εαυτό μου να αφαιρείται κοιτώντας προς το παράθυρό του. Τον έβλεπα ακόμη και στον ύπνο μου, τις ελάχιστες ώρες που κοιμόμουν. Είχα καταντήσει εντελώς συντετριμμένη από την απουσία του και το γεγονός πως εγώ ήμουν υπεύθυνη γι' αυτή έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα.

Την μέρα πριν το ταξίδι των γονιών μου, η μαμά μου με έστειλε για ψώνια στο μίνι μάρκετ. Μέχρι να φτάσω στην πλατεία, όπου στεγαζόταν αυτό, όπως και μερικά ακόμη καταστήματα, είχα αλλάξει εκατό φορές γνώμη για το αν ήθελα να είναι εκεί ή όχι. Δεν ήξερα πια αν είχα τη δύναμη να τον αποφύγω έστω για άλλη μια εβδομάδα, πόσο μάλλον για ένα ολόκληρο καλοκαίρι.

Σύντομα όμως βγήκα από το δύσκολο δίλλημα διαπιστώνοντας πως δεν ήταν εκεί. Παρ' όλα αυτά καθώς κατευθυνόμουν στο ταμείο έπεσα πάνω σ' ένα κορίτσι με γνώριμο μα εντελώς αλλαγμένο πρόσωπο. Είχε σκούρα καστανά μαλλιά και μάτια. Ήταν αδύνατη, ελάχιστα πιο ψηλή από μένα και το δέρμα της ήταν ομοιόμορφα μαυρισμένο.

«Βικτώρια, τι κάνεις;» Τη ρώτησα αυθόρμητα, νιώθοντας χαρά που επιτέλους συναντούσα μια φίλη.

Η Βικτώρια ήταν από τις λίγες φίλες που είχα στο χωριό και ήταν το μοναδικό κορίτσι εδώ με το οποίο ήμουν τόσο κοντά. Ερχόταν στο χωριό μόνο τα καλοκαίρια όπως και γω. Είχα να την δω δύο χρόνια, καθώς τα προηγούμενα καλοκαίρια ταξίδευε στο εξωτερικό με τους γονείς της. Συχνά ανταλλάζαμε e-mail, στα οποία μου έλεγε τα νέα της και μου έστελνε φωτογραφίες από τα ταξίδια της.

Εκείνη στην αρχή έδειχνε να μην μπορεί να με αναγνωρίσει όμως αφού με κοίταξε λίγο πιο προσεκτικά μια έκφραση ευχάριστης έκπληξης κάλυψε το πρόσωπό της.

«Ρόουζ! Χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω! Είμαι πολύ καλά και απ' ότι βλέπω και συ το ίδιο. Πώς άλλαξες έτσι; Έγινες μια κούκλα!» Είπε καλοσυνάτα.

«Και συ δεν πας πίσω. Πού πήγε το στρουμπουλό κοριτσάκι με τα φουσκωτά μαγουλάκια;» Αστειεύτηκα κερδίζοντας από εκείνη ένα ντροπαλό χαμόγελο.

Ένα Όμορφο Τέρας (Μέρος 1ο)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα