Τύψεις

470 58 4
                                    

Καθόμουν εντελώς ακίνητη πάνω στο κρεβάτι μου. Δεν ανέπνεα καν. Αν κάποιος από τους γονείς μου έμπαινε μέσα στο δωμάτιό μου και με έβλεπε, θα νόμιζε πως μεταμορφώθηκα σε πέτρα. Και ίσως ήταν και η αλήθεια. Ένιωθα τόσο διχασμένη ανάμεσα σ' αυτό που θεωρούσα σωστό και αυτό που ήθελα με όλη μου την καρδιά. Έπρεπε να είμαι καλή και όχι το εγωιστικό τέρας που κουβαλούσα μέσα μου όμως συνέχεια εμφανίζονταν λόγοι που με παρότρυναν για το αντίθετο. Όπως αυτό που πριν λίγο μου είχε αναφέρει η Μέλανη.

Το μόνο που με ένοιαζε όταν έτρεξα μακριά από τον Τομ ήταν να τον κρατήσω ασφαλή με κάθε τίμημα. Δεν είχα σκεφτεί σχεδόν καθόλου το γεγονός πως ίσως υπήρχε και γι' εκείνον κάποιο τίμημα. Δεν είχα σκεφτεί πως μπορεί να πλήγωνα τα συναισθήματα του.

Καθώς θυμόμουν τα δύο μηνύματα του, που είχα διαβάσει πριν τηλεφωνήσω στη Μέλανη, η καρδιά μου βούλιαξε ακόμη περισσότερο. Ότι και αν έκανα τον πλήγωνα. Όσο και να προσπαθούσα πάντα, με κάποιο τρόπο τον πλήγωνα...

Είχαν γίνει τόσα πολλά μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Τις τελευταίες ώρες είχα ζήσει εξωφρενικές καταστάσεις που δικαιολογούσαν απόλυτα το σοκ στο οποίο βρισκόμουν τώρα. Από την επίθεσή μου στον Τομ, στο όνειρο που με έκανε να θέλω να κυνηγήσω τον Τοντ και κατέληξε με μένα να βρω κι άλλους όμοιούς μου μέχρι το τηλεφώνημα στη Μέλανη.

Όλα ήταν μια τρέλα. Δεν είχα ζητήσει τίποτα απ' όλα αυτά. Ούτε ιδιαίτερες ικανότητες, ούτε μακροζωία, ούτε περίεργους φίλους ή οτιδήποτε άλλο. Τίποτα! Το ξέρω πως με όσα σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή έδειχνα αχάριστη, μα η αλήθεια είναι πως το μόνο που ζήτησα ποτέ ήταν ο Τομ. Και πλέον ήταν το μοναδικό που δεν μπορούσα να αποκτήσω. Απίστευτα ειρωνικό εεε;

«Ρόζαλη!» Ακούστηκε η φωνή της μητέρας μου που με καλούσε από τον κάτω όροφο. Σηκώθηκα. Με συρτά βήματα βγήκα από το δωμάτιό μου και με ρυθμούς σαλιγκαριού κατέβηκα τη στριφογυριστή σκάλα.

«Καλημέρα.» Μου είπαν με όρεξη οι γονείς μου μόλις τους πλησίασα.

«Καλημέρα.» Ψέλλισα και γω προσπαθώντας να χαμογελάσω.

Οι δυο τους κάθονταν στην κουζίνα, όπου το τραπέζι ήταν στρωμένο και γεμάτο άγευστα φαγητά. Γιούπι πρωινό, ότι ακριβώς χρειαζόμουν! Σκέφτηκα. Παρ' όλα αυτά έκατσα και άρχισα να προσποιούμε ανεπιτυχώς πως απολαμβάνω το γεύμα μου.

«Πώς πέρασες χτες;» Προσπάθησε να ξεκινήσει συζήτηση η μητέρα μου. Θαυμάσια!

«Πολύ καλά μαμά, ο Τομ στέλνει χαιρετίσματα.» Αποφάσισα να γίνω δημιουργική αφού ούτως ή άλλως τους παραμύθιαζα.

Ένα Όμορφο Τέρας (Μέρος 1ο)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα