Εχεμύθεια

242 31 49
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16ο

«yi ri san qiu || 一日三秋 (κινέζικα): "μια μέρα, τρία φθινόπωρα", όταν κάποιος σου λείπει και νομίζεις πως ο χρόνος δεν περνάει με τίποτα»


Έξω έβρεχε. Και έβρεχε πολύ μάλιστα. Όπως και μέσα στο σπίτι, κι ας μην υπήρχε καμία διαρροή ή κάποια ανοιχτή βρύση στην μπανιέρα, που να ξεχάστηκε από ώρα. Το σπίτι ήταν συννεφιασμένο, όπως και ο ουρανός, και η καταιγίδα ήταν παντού· εδώ, εκεί, μέσα, έξω. Εκείνη η κοπέλα με τα ξανθά μαλλιά και τις μακριές φυσικές μπούκλες, καθόταν στο διπλό κρεβάτι και κοιτούσε έξω από την μπαλκονόπορτα το νερό που κυλούσε στην τέντα, λες και ήταν η τσουλήθρα του. Το γυμνό αγόρι δίπλα της, σκεπασμένο με ένα λευκό σεντόνι μέχρι την μέση του, κοιμόταν του καλού καιρού, ενώ η ίδια ένιωθε να πνίγεται με τόσο νερό και κανείς δεν ήταν εκεί να την βγάλει έξω από αυτό.

Τα φώτα ήταν κλειστά όπως και οι ημιδιαφανείς κουρτίνες. Το σκοτάδι επικρατούσε στον χώρο και η ησυχία το συνόδευε. Είχαν παντρευτεί καιρό αυτοί οι δυο -μήνες, μην πούμε χρόνια. Εκείνη ήταν παρείσακτη σε αυτόν εκεί τον χώρο. Τί πήγε λάθος;

Η ώρα ήταν άγνωστη, μάλλον κάπου στο ξημέρωμα αφού είχε απειροελάχιστο φως με τόσο σκούρα σύννεφα. Μπορεί, όμως, να ήταν και ένα χαλαρό μεσημεράκι που μερικά παιδιά συνηθίζουν να γυρνάνε από τα σχολεία και να καταλήγουν σε άλλα, κοινώς φροντιστήρια· που μερικές οικογένειες συνηθίζουν να τρώνε όλοι μαζί στο τραπέζι με ενωμένα χέρια και να προσεύχονται για όλα τα καλούδια που έχουν στη ζωή τους· που μερικοί άνθρωποι -σαν την Μυρτώ και τον Κώστα- έχουν ξενυχτήσει και κοιμούνται μέρα μεσημέρι. Ναι, μάλλον μεσημέρι ήταν, εκεί γύρω στις δύο και μισή με τρεις παρά τέταρτο.

Ο χρόνος, που τον μισούσε τόσο στο παρελθόν, άλλο τόσο και παραπάνω συνέβαινε πια. Δεν τα πήγαινε καλά μαζί του. Ήθελε να τον κάνει να τρέξει, ώστε να χαθεί αυτό το άσχημο βάρος από το στήθος της. Είχε ανοίξει μια τρύπα εδώ και βδομάδες -είχαν περάσει πέντε και ακόμη να φύγει. Όπως έκανε ο Χριστόφορος.

Έτρεχε, ο καιρός έτρεχε σε ρυθμούς που η Μυρτώ δε μπορούσε να προλάβει και κάπου στη μέση της διαδρομής έμενε με κομμένη την ανάσα. Δεν της άρεσε και ποτέ ιδιαίτερα το τρέξιμο, στο σχολείο στην ώρα της γυμναστικής ήταν πάντοτε στο παγκάκι με κάποια φθηνή δικαιολογία. Ακόμη και τώρα, χωρίς κάποιος να την αναγκάζει να κάνει αυτές τις ασκήσεις που μισούσε, ένιωθε μια αόρατη δύναμη να την σπρώχνει προς το τρεχαλητό και το να φύγει μακριά, μακριά, μακριά.

Στην κηδεία μου να φορέσετε πράσινο [✓]Where stories live. Discover now