Ο Χειμώνας τελείωσε

179 32 14
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25ο

«You must not let anyone define your limits beacause of where you come from. Your only limit is your soul». -Ratatouille

Ο Φεβρουάριος πέρασε σαν νερό, τρεχούμενο πηγής, παγωμένο και κρυστάλλινο. Στην Αθήνα δε συναντούσε -σχεδόν- ποτέ της κρύο, τσουχτερό και με τα άκρα της μονίμως παγωμένα. Μα αυτή τη φορά έγινε και κράτησε για τον μισό κουτσό μήνα. Η εξεταστική την εξάντλησε, όπως και το πολύωρο διάβασμα και τρέξιμο για ολοκλήρωση των εργασιών της. Ο κόπος όμως πάντα δεν ανταμείβεται στο τέλος; Ε λοιπόν, ανταμείφθηκε και με το παραπάνω!

Παράξενο και περίπου ονειρικό, ο Μάρτης είχε μπει με έναν πολύ δυνατό ήλιο και με μια αφάνταστη ζέστη. Ασχέτως αν μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα το εξωτερικό θερμόμετρο έδειχνε βαθμούς υπό το μηδέν, εκείνη τη μέρα -ήταν Τετάρτη, μεσοβδόμαδα- η θερμοκρασία άγγιζε κοντά τους είκοσι. Παράξενο και περίπου ονειρικό.

Θύμιζε Καλοκαίρι· μια εποχή που η Χρυσάνθη γέμιζε με ευωδιαστές μυρωδιές φαγητών και κάποιων καλοκαιρινών λουλουδιών. Αλλά η αποκορύφωση αυτών ήταν την Άνοιξη, με όλη την φύση γύρω της ανθισμένη, ο κήπος με την αιώρα θύμιζε να έχει βγει από κάποιο παραμύθι της Ντίσνεϊ με τόσα άνθη και πράσινο να ξυπνάει σιγά - σιγά και να φτάνει τον Μάιο να είναι τιγκαρισμένος. Άνοιξη: η αγαπημένη εποχή της Χρυσάνθης.

Η Μυρτώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και κοιτούσε το λευκό ταβάνι, που πλέον είχε κολλημένα κάτι αυτοκόλλητα αστέρια και μικρούς πλανήτες που το βράδυ φωσφόριζαν στο σκοτάδι. Της κρατούσαν συντροφιά όση ώρα της έπαιρνε να κοιμηθεί. Όχι, δε συνέβαινε πάλι, δεν την κρατούσαν οι σκέψεις της από τον ύπνο. Απλώς της έδιναν μια παραπάνω προδιάθεση για να νυστάξει.

Ήταν πρωί, εκεί γύρω στις οχτώ ή λίγα λεπτά πριν τις οχτώ, δεν ήταν και σίγουρη. Δε μπορούσε να το προσδιορίσει γιατί το παντζούρι της ήταν ερμητικά κλειστό για να φεγγίζουν τα αυτοκολλητάκια το βράδυ άριστα. Άκουσε ομιλίες από το διπλανό δωμάτιο, όπου κοιμόταν η Εβελίνα με τον Δημήτρη, και σαν κλασσική φίλη που ενδιαφέρεται για τη φίλη της, σύρθηκε με πολύ απαλά βήματα -πάλι καλά φορούσε κάλτσες και βοήθησαν στο σύρσιμο- ως την πόρτα και τέντωσε το αφτί της για να ακούσει.

«Θέλω να μου πεις, τι δουλειά είχες εκεί πέρα, πάλι!» αν και προσπαθούσε να κρατήσει την φωνή της χαμηλή, μπορούσες να καταλάβεις πως από την ένταση της πόσο καθόλου ψύχραιμη δεν ακουγόταν

Στην κηδεία μου να φορέσετε πράσινο [✓]Where stories live. Discover now