Περισσότερα απ' όσα ξέρεις

346 49 43
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο

«In love, one always starts by deceiving oneself... and ends by deceiving others. That is what the world calls a romance.» -Oscar Wilde


Ο Νικόλας με την Γαβριέλλα είχαν επιστρέψει πίσω στην Αθήνα εδώ και πέντε μέρες, το ημερολόγιο έγραφε 18 Ιουνίου. Είχε κρεμασμένο στο δωμάτιό της, δίπλα από την μικρή μπαλκονόπορτα, με τα παλιά ξύλινα παντζούρια που από τις χαραμάδες τους έμπαινε το πρωινό φως μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, ένα μικρό ημερολόγιο που ίσα – ίσα φαίνονταν οι αριθμοί και τα ψιλά γράμματα. Το είχε φτιάξει η ίδια, για να το δώσει στη γιαγιά της και εκείνη το είχε κρεμάσει στο δωμάτιο της εγγονής της.

Η πόρτα χτύπησε ελαφρά, κάνοντάς την να μουγκρίσει νυσταγμένα. Το τρίξιμο της πόρτας και του ξύλινου πατώματος την έκαναν να αλλάξει πλευρό κουρασμένη. Το κρεβάτι της βούλιαξε και ένιωσε ένα χάδι στα μαλλιά της. Το σφαλιάρισε για να το διώξει.

«Σήκω να πάμε στα Βατερά» η φωνή του Μάκη ακούστηκε στα αφτιά της και σηκώθηκε από δίπλα της, αφήνοντάς την να ξυπνήσει. Έπιασε το κινητό από το κομοδίνο της για να δει την ώρα, 10:31.

Τα Βατερά ήταν ένα διπλανό χωριό, πιο τουριστικό από το δικό της καθώς είχε περισσότερα καφέ – μπαρ, ξενώνες και κόσμο. Εκεί πήγαιναν από μικρά για μπάνιο, είχε την καλύτερη παραλία και θάλασσα από όσες είχαν δοκιμάσει σε όλο το νησί. Ήταν τόσο κρύα τα νερά της και τόσο καθαρά, δε σου περνούσε καν η ιδέα να τα μισήσεις.

Σηκώθηκε με λίγη παραπάνω όρεξη, αφού ήξερε πως θα πήγαινε για μπάνιο στην αγαπημένη της παραλία, και πήγε να φορέσει το μαγιό της. Ήταν ένα πλεχτό από πάνω, της το είχε κάνει η γιαγιά της όταν ήταν 16 και της έλεγε πως θα ήθελε πολύ να αγοράσει ένα τέτοιο. Ήταν σε λευκό χρώμα, όπως και το από κάτω, απλώς όχι πλεχτό.

Είχε να δει τον Χριστόφορο 5 μέρες. Της έλειπε, αυτό το ήξερε πολύ καλά μέσα της και δε μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό. Πίστευε πως είχε επιστρέψει στην πρωτεύουσα μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια και καλύτερα να έμενε εκεί. Δεν έπρεπε να τον ξανά δει και θα κρατούσε την υπόσχεσή της, όσο κι εάν στεναχωριόταν.

Στην είσοδο κάτω, είδε τον πατέρα της στην ψάθινη καρέκλα του, να κρατάει μια εφημερίδα και να είναι σταυροπόδι. Στο τραπεζάκι δίπλα του βρισκόταν ένας μισοτελειωμένος εσπρέσο που έπινε κάθε πρωί, πριν πάει στο καφενείο για τάβλι.

Ο ήλιος ήταν έντονος, άνετα θα τα παράταγε όλα και θα έτρεχε ως την αιώρα της για να καθίσει μέχρι να δύσει ο ήλιος. Όμως η παραλία της ήταν το δεύτερο πιο σημαντικό και ειδικά με αυτόν τον καιρό, κάτω από τα παγωμένα της νερά, έλιωνε και μόνο στη σκέψη.

Στην κηδεία μου να φορέσετε πράσινο [✓]Where stories live. Discover now