Συμφωνία εμπιστευτικότητας

176 27 13
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36ο

«Σε ένα βιβλίο που όλοι πεθαίνουν, με κάνεις να θέλω να ζήσω Σκάουτ». -Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι.


Γελούσε πολύ δυνατά, σε σημείο που η ανάσα της έφτανε στο αμήν και κοκκίνιζε η μούρη της από το ανύπαρκτο οξυγόνο που δεχόταν. Τα δάχτυλά του στη μέση της, στα μπούτια της, στον λαιμό της. Την γαργαλούσε και εκείνη του φώναζε να σταματήσει, αλλά εμφανώς και προφανώς την έγραφε.

Ποια μέρα να ήταν; Η τέταρτη; Μήπως η έκτη; Πέρασε κιόλας μια βδομάδα σχεδόν από τον γάμο; Μαζί του οι μέρες δεν είχαν υπόσταση, διάσταση, όπως θες πες το. Αλλά μην το κουράζουμε και άλλο. Τα έχουμε αναλύσει ένα σκασμό φορές.

«Μη!» φώναζε «Σταμάτα» ξανά «Δε μπορώ άλλο» και ξανά.

Μέχρι που σταματούσε και άρχιζε να τη φιλά. Στα μάγουλα, στο πιγούνι της, στον λαιμό της, στα χείλη της. Και το γέλιο της ηρεμούσε, η ανάσα της ξανά γινόταν κανονική -ίσως και λίγο πιο γρήγορη, αν πήγαινε το πράγμα λίγο παραπέρα. Όχι αυτή τη φορά, πάλι, ήδη είχαν κάνει από το πρωί που ξύπνησαν τρεις φορές και ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμη. Είχαν ώρες μπροστά τους.

«Τί θες να κάνουμε απόψε;»

«Πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο; Μου αρέσει να σε βλέπω να οδηγείς»

«Ρε Μυρτώ μου, έλα να βγούμε για ποτό ή να σε βγάλω για φαγητό. Ένα ραντεβού να νιώσω πως χαλάω τα λεφτά μου για την καλύτερη γυναίκα μπροστά μου». Η Μυρτώ ξεφύσηξε, αφήνοντας ένα μικρό μειδίαμα να κοσμεί τα χείλη της. Έτεινε την παλάμη της για να αγγίξει το μάγουλό του, τρυφερά.

«Και που είμαστε μαζί, εδώ πέρα, μακριά από όλους, μας είναι υπεραρκετό. Δε με νοιάζει να χαλάσεις για την πάρτη μου και ένα εκατομμύριο. Θα το πω όπως μου το χες πει στην παραλία στα Βατερά όταν ήμασταν οι δυο μας ένα απόγευμα: δε με νοιάζει αν χαλάσεις τον κόσμο όλον για να με έχεις κοντά σου» της χαμογέλασε με την υπέροχη οδοντοστοιχία του, με τους κυνόδοντες να θυμίζουν απόγονους από Βαμπιρική οικογένεια και με τα μάτια του, τις ίριδες των ματιών του ιδίως, να είναι γουρλωμένες από ενθουσιασμό.

Δεν την απάντησε, τουλάχιστον με λέξεις. Τη φίλησε έντονα, ξεκινώντας έναν καινούριο γύρο έρωτα και παιχνιδιού.

Και όσο η Μυρτώ χανόταν σε έναν κόσμο ηδονής, στο βάθος άκουγε και κάτι γνώριμο αλλά ταυτόχρονα ξένο. Το να συγκεντρωθεί της ήταν αδύνατο, με τον Χριστόφορο ανάμεσα στα πόδια της να την γεύεται και να της στέλνει το ένα πιο δυνατό μετά το άλλο κύμα χαράς -ιδιαίτερης χαράς-, αλλά αυτό το βουητό στο πίσω μέρος δε μπορούσε να το αποβάλλει.

Στην κηδεία μου να φορέσετε πράσινο [✓]Where stories live. Discover now