Τα μυστικά της αγάπης

394 61 32
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

«Τα ψάρια όταν πεθαίνουν

σπαρταράνε

εγώ όταν σπαρταράω

ζω» -Γ. Δομιανός



Είχαν περάσει μερικές μέρες από την κηδεία. Τα δύο δίδυμα αδέρφια είχαν επιστρέψει στην Αθήνα, καθώς η άδεια της εργασίας τους είχε τελειώσει και έπρεπε επειγόντως να γυρίσουν. Στο σπίτι, πλέον, βρίσκονταν ο μεσαίος αδερφός και η μικρή. Ο μπαμπάς έκοβε βόλτες στο καφενείο του χωριού, πίνοντας το μεσημεριανό κρασάκι με τους θαμώνες και παίζοντας τάβλι.

Η κοπέλα ήταν στον κήπο, στη γνωστή της θέση -την αιώρα-, ακούγοντας μουσική από τα ακουστικά που ήταν συνδεδεμένα με το κινητό της. Ο ήλιος για άλλη μια φορά έντονος και έπεφτε πάνω στο σχεδόν ακάλυπτο δέρμα της. Φορούσε το κόκκινο μαγιό της, το οποίο αγαπούσε επειδή έκανε αντίθεση με την σταρένια της επιδερμίδα. Έμενε τόσες πολλές ώρες στον ήλιο που, αντί να κοκκινίζει, μαύριζε περισσότερο.

Το μυαλό της ταξίδευε. Πότε στις όμορφες και γλυκές αναμνήσεις με τη γιαγιά της, πότε στους στίχους των τραγουδιών που άκουγε, πότε σε φράσεις βιβλίων που της έρχονταν στο μυαλό έτσι αβίαστα και πότε, στα δυο υπέροχα και ζεστά μελιά μάτια. Μέτρησε από μέσα της πόσες μέρες είχε να τον δει· 10 μέρες.

Τόσες ήταν και οι μέρες από την κηδεία. 10 μέρες πριν αποχαιρέτησε τη γιαγιά Χρυσάνθη και ερωτεύτηκε έναν άνθρωπο που έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή της. Όσο κι αν το έβρισκαν λάθος που ερωτεύτηκαν, άλλο τόσο σωστά ένιωθαν όταν είχαν φιληθεί σε εκείνη τη λίμνη.

Ο άνδρας με τα μαύρα λαμπερά μαλλιά και μελιά μάτια της άφησε τον αριθμό του μέσα στις επαφές του κινητού της, για να μην τον ξεχάσει ποτέ. Εκείνη του έδωσε το πράσινο φουλάρι της γιαγιάς, για να τη θυμάται για πάντα. Δε γνώριζαν πότε θα μπορούσαν να ξανά ιδωθούν και αυτό πόναγε περισσότερο από κάθε χωρισμό που είχε ζήσει η κοπέλα.

Ξαφνικά ένιωσε παγωμένο νερό πάνω στα μούτρα της και η έκφραση της, από ήρεμη και γαλήνια με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη, άλλαξε σε εκνευρισμένη και με ανοιχτό το στόμα. Αφού σκούπισε βιαστικά τα μάτια της, τα άνοιξε για να δει τον αδερφό της με ένα άδειο ποτήρι στο χέρι του. Γέλαγε παιχνιδιάρικα και άρχισε να τρέχει προς το εσωτερικό του σπιτιού.

«Γιατί το έκανες αυτό, ηλίθιε!» άρχισε να τρέχει από πίσω του, ενώ ανέβαινε προς τους πάνω ορόφους, κλειδώνοντας την πόρτα στα μούτρα της. Εκείνη την χτυπούσε με μανία, ουρλιάζοντας το όνομά του θυμωμένη.

Στην κηδεία μου να φορέσετε πράσινο [✓]Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ