Τσάι του βουνού και χαμομήλι

222 37 27
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο

«Avoir le mal de quelqu' un (γαλλικά): Όταν κάποιος σου λείπει τόσο πολύ, που νιώθεις άρρωστος»


Κρατούσε μια κούπα με ζεστό τσάι του βουνού και χαμομήλι και λίγες σταγόνες λεμόνι. Έτσι έπινε το ζεστό αυτό το ρόφημα, όποτε ένιωθε την ανάγκη να το πιει. Τον Χειμώνα ήταν μονίμως με ένα θερμός ή μια κούπα στο χέρι, που εμπεριείχε αυτό το καυτό -μα πολύ καυτό, έκαιγε το λαιμό και τη γλώσσα της κάθε φορά- τσάι. Μα υπήρχαν και στιγμές, να όπως αυτή εδώ τώρα, που έξω έσκαγε ο τζίτζικας, που φορούσες ακόμη τιραντάκια και κοντά σορτσάκια και η Μυρτώ έπινε τσάι ζεστό για να χαλαρώσει την θλίψη της.

Όταν πέθανε η αγαπημένη της γιαγιά, η γιαγιά Χρυσάνθη, δεν της δημιουργήθηκε διόλου αυτή η αίσθηση. Και τώρα, αυτή τη στιγμή, που καθόταν στο στενό μονό κρεβάτι στον ξενώνα του διαμερίσματος, που τύχαινε να είναι πια το σπίτι της, έβγαζαν όλα νόημα· είχε πνίξει τη στεναχώρια της μέσα από την αγάπη και τη γνωριμία της μ' ένα άλλο πρόσωπο. Πολλές φορές η Χρυσάνθη της έλεγε πως με τις νέες επαφές ή με τις νέες καταστάσεις, οι παλιές απλώς γινόντουσαν αναμνήσεις θαμμένες σε ένα σεντούκι, σε μια απομακρυσμένη παραλία, χιλιόμετρα κάτω από την αμμουδιά. Και ήρθε η ώρα να παίξει το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού.

Το δωμάτιο που πλέον αποκαλούσε δικό της δεν έφερνε στοιχεία από το γούστο της και τον χαρακτήρα της. Ήταν βαμμένο σε μια πολύ ανοιχτή κίτρινη απόχρωση και υπήρχε ένα ξύλινο κρεβάτι, παλιό με προσκεφάλι και ένα ξύλινο πολύ φθαρμένο κομοδίνο ακριβώς δίπλα, με μια μικρή λάμπα που έβγαζε έντονο θερμό φως το βράδυ. Δεν είχε κουρτίνες και το πρωί οι ακτίνες του ηλίου την ξύπναγαν κάθε μέρα από τις 07:30, κι ας μην κατάφερνε το βράδυ να κοιμηθεί για παραπάνω από δύο ώρες. Εκείνη ήταν στο πόδι από τέτοια ώρα, γεμάτη ένταση για το υπόλοιπο της ημέρας.

Η θέα από το μικρό παράθυρο έβλεπε μπροστά σε κάτι τεράστιες, φαινομενικά, πολυκατοικίες και απλωμένα ρούχα των ανθρώπων που διέμεναν εκεί. Τι υπέροχο θέαμα για να αντικρίζεις σχεδόν όλη σου την ημέρα! Στην αρχή την ενοχλούσε· είχε συνηθίσει στο νησί της τη θέα με την όψη του χωριού, τα μικρά βουνά και την δροσιά που της πρόσφερε όταν φύσαγε τις πρωινές ώρες. Ή στο παλιό της σπίτι στην Αθήνα, σε μια πιο μακρινή περιοχή από αυτή που κατοικούσε πια, που έβλεπε να εκτείνονται όλα τα σπίτια και ο Πειραιάς ακόμη. Πλέον, κι ας είχαν περάσει πέντε μέρες μετά την άφιξή της σε τούτο το διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο, είχε πάψει να την ενοχλεί. Οι μυρωδάτες μπουγάδες της θύμιζαν τη γιαγιά της όταν άπλωνε τα ρούχα στα σκοινιά της πίσω αυλής και μοσχομύριζαν όλα τα σεντόνια και τα ρούχα τους λεβάντα.

Στην κηδεία μου να φορέσετε πράσινο [✓]Where stories live. Discover now