Κεράσια και φράουλες

707 82 97
                                    

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Μερικές φορές, το σπίτι δεν είναι τέσσερις τοίχοι, είναι δύο μάτια και ένας χτύπος καρδιάς.»


Η αιώρα έκανε έναν περίεργο ήχο, τα σχοινιά της ήταν δεμένα πάνω στα δέντρα και έτριζαν λιγάκι έτσι όπως κουνιόταν. Είχε έντονο ήλιο εκείνη την ημέρα του Ιουλίου και αυτός, έπεφτε πάνω στα κατάξανθα μαλλιά της, ζεσταίνοντάς τα με τις ακτίνες του. Λίγο ακόμη και θα έπαιρναν φωτιά, αν μπορούσε να συμβεί πράγματι κάτι τέτοιο.

Ήταν ξαπλωμένη πάνω στην αιώρα -δώρο από τη γιαγιά της στα 13α γενέθλια, για να την έχει όταν ερχόταν τα καλοκαίρια μόνη της στο χωριό τους, στη Μυτιλήνη, για να περάσει τις διακοπές μαζί της-, τα μάτια της καλύπτονταν από κάτι μεγάλα λευκά γυαλιά ηλίου, ενώ φορούσε μια μακριά λαχανί φούστα με κίτρινα και λευκά λαχούρια πάνω της και ένα λευκό μαγιό μικροσκοπικό, όπως ήταν και το στήθος της. Κρατούσε ένα πολυδιαβασμένο βιβλίο στα χέρια της, τη Νινέτ της Ζωρζ Σαρή -αγαπημένο της γιαγιά της και δώρο στα 10α γενέθλιά της.

Τα τζιτζίκια έδιναν ρεσιτάλ μαζί με κάτι ξεχασμένα πουλάκια που τιτίβιζαν αραιά και που. Κάτι μελισσούλες έκαναν μπζζ μπζζ, πηγαίνοντας από το ένα λουλούδι στο άλλο. Όλα αυτά τα μικρά πράγματα γύρω της, την χαλάρωναν. Της έφερνε μνήμες από το παρελθόν, από το προηγούμενο Καλοκαίρι. Ήταν αξέχαστο εκείνο και θα παρέμενε.

Μια μεγαλόσωμη φιγούρα στάθηκε μπροστά της, καλύπτοντας τον ήλιο της. Εκείνη κατέβασε το βιβλίο ως τα μπούτια της και γύρισε το κεφάλι της προς τον άνθρωπο. Του χαμογέλασε ειρωνικά, ενώ αυτός ήταν με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το στήθος του, με τα πόδια λίγο ανοιχτά, να την κοιτά με σηκωμένο φρύδι.

«Τί Νικόλα;» ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια της, βρισκόταν μπροστά της, διακόπτοντας την ιεροτελεστία της. Όλοι ήξεραν πως όταν βρισκόταν η μικρή στην αιώρα δεν έπρεπε κάποιος να την ενοχλεί. Κανείς.

«Έχουμε στρώσει τραπέζι. Η Γαβριέλλα όπου να' ναι καταφθάνει με την οικογένειά της» άφησε μια αναπνοή να βγει από μέσα της που κρατούσε χωρίς να το καταλάβει. Σηκώθηκε αργά από την αιώρα της, αφήνοντας το βιβλίο λίγο πιο δίπλα και πάνω τα γυαλιά της. Έτριψε τα μάτια της βαρεμένα και τον κοίταξε στα γαλανά μάτια του.

«Σήμερα θα έρθουν;» ρώτησε με τη βαρεμάρα να είναι εμφανής στο πρόσωπό της. Ο Νικόλας ρόλλαρε τα μάτια του εκνευρισμένος με την αδιαφορία της μικρής του αδερφής.

Στην κηδεία μου να φορέσετε πράσινο [✓]Where stories live. Discover now