<< Μαριλένα μου, σήμερα νιώθω καλύτερα. Αλήθεια.>> της λέω χαμογελώντας και κοιτάω το τραπέζι για να δω τι θα φάω σήμερα, αν και δεν έχω όρεξη. Δεν θέλω να χαλάσω το χατίρι της Μαριλένας. Αρκετά τους ταλαιπώρησα χθες το βράδυ στο νοσοκομείο.

<< Λοιπόν, σου έφτιαξα φρέσκια πορτοκαλάδα και τηγανίτες με μέλι και καρύδι. Δεν ήξερα αν σου αρέσουν τα καρύδια, οπότε δεν τα έβαλα από πάνω. Αν σου αρέσουν, μπορείς να τα προσθέσεις.>> μου λέει γλυκά και φέρνει μπροστά μου το πιάτο με τις τηγανίτες και την πορτοκαλάδα

<< Όλα καλά δηλαδή; >> ρωτάει ο Γιάννης και γνέφω καταφατικά

<< Χαίρομαι. Περαστικά σου και να τρως μικρή. Λοιπόν, εγώ πρέπει να φύγω γιατί έχω δουλειές με τον πατέρα μου και πρέπει να πάω, διότι αλλιώς ποιος ακούει τον μονόλογο του. Αντίο σας. Α, και Μαριλένα, θα έρθω να σε πάρω κατά τις επτά. Μην αργήσεις.>> μας αποχαιρετάει ο Γιάννης και κοιτάω την Μαριλένα περίεργα. Τι θα γίνει στις επτά;

<< Μαριλένα, τι θα γίνει στις επτά;>> την ρωτάω πονηρά και γελάει

<< Τίποτα το πονηρό. Μας καλέσε ο Άρης και η Έλλη στο διαμέρισμα του Γιώργου για να μας κάνουν το τραπέζι και να μας μιλήσουν για κάτι. Εννοείται πως είσαι και εσύ καλεσμένη, αλλά αν δεν αισθάνεσαι καλά και θες να μείνεις, μπορείς να μείνεις. Είναι λογικό.>> με ενημερώνει η Μαριλένα και το σκέφτομαι. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μην πάω.

<< Καλύτερα θα ήταν να μην έρθω μαζί σας.>> της λέω σοβαρά και αφού πίνω και την πορτοκαλάδα μου, σηκώνομαι από το τραπέζι

<< Εντάξει. Όπως θέλεις. Γιατί σηκώθηκες;>> με ρωτάει η Μαριλένα

<< Η ώρα είναι δώδεκα παρά τέταρτο και σε ένα τέταρτο θα έρθει ο Στέφανος να με πάρει για να βγούμε την βόλτα που του χρωστούσα. Πάω να ετοιμαστώ, γιατί δεν με βλέπω να προλαβαίνω.>> της λέω γρήγορα και κατευθύνομαι στο δωμάτιο, όπου ξεκινάω να ετοιμάζομαι

Μετά από αρκετές σκέψεις, αποφάσισα να φορέσω ένα δερμάτινο μπορντό κολάν με ένα μαύρο φαρδύ φούτερ και στη μέση μου να δέσω μια μαύρη ζώνη με ασημένια εγκράφα, ώστε να μην μου είναι τόσο φαρδύ. Συνδύασα το σύνολο με τα μαύρα μου μποτάκια και έπιασα το μαλλί μου σε μια ψηλή κοτσίδα, για να φαίνονται και οι ασημένιοι κρίκοι, που είχα επιλέξει σαν κόσμημα μαζί με την ζώνη. Έβαλα λίγη μασκάρα και τόνισα ελαφρά τα χείλη μου με κόκκινο χρώμα και ήμουν έτοιμη να κατέβω κάτω. Άρπαξα το μαύρο μου παλτό και το σακίδιο μου και το τοποθέτησα στους δύο ώμους και έπειτα ξεκίνησα να κατεβαίνω τα σκαλιά που οδηγούν στο σαλόνι. Την ώρα που κατέβηκα, χτύπησε και το κουδούνι, σημάδι που δείχνει πως ήρθε ο Στέφανος. Βλέπω την Μαριλένα να ανοίγει την πόρτα και να καλημερίζονται, καθώς κάνουν και την τυπική αγκαλιά τους. Όπως κάθε φορά.

Loved such as fearedTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon