chapter 31

2.3K 332 29
                                    

Ακούστε καθώς διαβάζετε: Χ Αmbassadors - Unsteady

❝I'm alone❞

Kiana

Η Δευτέρα ήρθε και προσπαθώ πολύ να προσαρμοστώ στη δουλειά εδώ και μία ώρα που έχω έρθει.

Ο Jamie αμέσως με καλωσόρισε μες τα χαμόγελα και στη καλή διάθεση, λέγοντας πως την εβδομάδα που έλειπα το καφέ ήταν μες την ακαταστασία και τη ανοργάνωση. Του έλειπε η τάξη, η οργάνωση και η ομορφιά, σύμφωνα με τα λόγια του. 

Απλώς χαμόγελα νωχελικά.

Το διήμερο στο χωριό πέρασα ήρεμα, όμορφα. Παρέλειψα τον Harry και δεν απάντησα σε κανένα μήνυμα του, ούτε καν σε αυτό που έλεγε πως ήθελε να έρθει εκεί που ήμουν γιατί του έλειπα.
 
Δε ξέρω πως να τον αντιμετωπίσω, νιώθω πως κουράστηκε η ψυχή μου με τόσα ψέματα. Καθόμουν μέσα στο σπίτι με τη γιαγιά μου και βγήκα μόνο μία φορά για μια μικρή βόλτα έξω στην εξοχή.

Όταν επιστρέψαμε χθες, την Κυριακή το βράδυ απλώς απέρριψα τις συνεχόμενες κλήσεις του, έκανα μπάνιο και έπεσα έπειτα κατευθείαν για ύπνο.



Το κουδουνάκι στην πόρτα ακούγεται και αφότου αφήνω τον καφέ και το πιατάκι με το κέικ αργά πάνω στο τραπέζι μιας κυρίας που την βλέπω νομίζω για τρίτη φορά εδώ, γυρίζω να κοιτάξω προς την πόρτα.

Αμέσως παγώνω στη θέση μου. Σφίγγω το δίσκο με τα χέρια μου και ξεροκαταπίνω.

Η Ashley. Δείχνοντας πιο διαφορετική από ποτέ. Έχοντας πιασμένα τα μαλλιά της ψηλά, δίχως μέικ απ, θα έλεγα δείχνει και εκείνη 'χάλια' ας πούμε και αρκετά χλωμή.

Μόλις οι ματιές μας συναντιούνται χαμογελάει ελαφρά, ελάχιστον θα έλεγα και έρχεται προς το μέρος μου. «Καλημέρα, Kiana.» μου δίνει μια αγκαλιά με το ένα χέρι και με φιλάει σταυρωτά.

«Καλημέρα.» της λέω με φωνή αδύναμη. «Θέλεις να κάτσεις κάπου;» την ρωτάω γρήγορα.

«Όχι, όχι. Θέλω να σου μιλήσω αν γίνεται για λίγο.» μου απαντά.

«Α, εντάξει.  Φυσικά. Ακολούθησε με.» σμίγω τα φρύδια μου μπερδεμένη.

Περνάω πίσω από τον πάγκο και εκείνη έρχεται και στέκεται -άβολα θα έλεγα- μπροστά από αυτό.

«Θέλεις κάτι να πιεις;» την ρωτάω μα εκείνη κουνάει το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι, σε ευχαριστώ.» 

Κοιτάζω πάνω από εκείνη, τριγύρω στα τραπέζια μήπως κάποιος θέλει κάτι ή μήπως μπήκε κανείς πελάτης και αφού βεβαιώνομαι πως όλα είναι εντάξει, απευθύνομαι πίσω σε εκείνη.

«Πες μου. Τι τρέχει;» την κοιτάζω εξεταστικά, στο πιγούνι και στα χέρια της επίσης που τρέμουν πάνω στον πάγκο.

«Δεν πήγα στο πανεπιστήμιο σήμερα και γιατί δεν ήθελα να τον δω και γιατί χρειαζόμουν απελπισμένα τη βοήθεια κάποιου. Σε παρακαλώ, Kiana. Ζω μια κόλαση. Σε παρακαλώ, βοήθησε με.» τα μάτια της βουρκώνουν και κοκκινίζουν.

Αμέσως παραξενεύομαι και μπερδεύομαι ακόμη περισσότερο.

«Δεν καταλαβαίνω. Σε τι χρειάζεσαι τη βοήθεια μου;» την ρωτάω.

MoonlightWhere stories live. Discover now