chapter 16

2.9K 410 38
                                    


❝Cause we both know what we want, so why don't we fall in love?❞

Kiana

Η μαμά σου σηκώνεται και αγκαλιάζει τον Harry. Εκείνος πηγαίνει και ανταλλάζει μια ευγενική χειραψία με το μπαμπά μου και έπειτα έρχεται δίπλα μου και χαιρετάει τον Tom ανακατεύοντας γρήγορα τα μαλλιά του.

«Γεια Kiana.»
λέει χαμηλόφωνα μονάχα καθώς περνάει πίσω από τη δική μου καρέκλα και πηγαίνει και κάθεται στην απέναντι μου ακριβώς στο τραπέζι.

Θέλω απλώς να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Θέλω απλώς να φύγω ή να φύγει.

Δεν έχω πλέον διάθεση και το χαμόγελο που προσπαθούσα τόση ώρα να έχω στο πρόσωπο μου έχει εξαφανιστεί πλήρως.

«Kiana, τι μου είπε η μαμά σου, βρήκες δουλειά;» ρωτάει χαμογελώντας μου ευγενικά η Anne.

Κοιτάζω με την άκρη των ματιών μου τον Harry ο οποίος αμέσως με κοιτάζει με σμιγμένα τα φρύδια.

«Ναι, τη Δευτέρα ξεκινάω κανονικά στην καφέ Deli.» της απαντώ.

«Τέλεια.» σχολιάζει.

«Και με τη φωτογραφία;» προσθέτει η μαμά.  «Τι θα κάνεις;» με ρωτάει.

Το είχα ξεχάσει πως είχα ένα πρότζεκτ για την κοινότητα του Holmes Chapel. Θα ετοιμάσουν ημερολόγιο για το νέο έτος, και μου έχουν αναθέσει να φωτογραφίσω μέρη του Holmes Chapel για να μπει η κάθε μία σαν κυρία  φωτογραφία της σελίδας του κάθε μήνα.

«Ω, ναι.» λέω καθώς βάζω λίγο γαρνιτούρα στο πιάτο μου δίπλα από το κρέας.

«Το είχα αμελήσει εντελώς. Θα ασχοληθώ με αυτό τώρα στην νέα εβδομάδα.» μουρμουρίζω καθώς κοιτάζω το πιάτο μου σκαλίζοντας το φαγητό με το πιρούνι μου. Νιώθω τα μάτια του πάνω μου και θέλω ή να τον βρίσω ή να του πω να πάει στο διάβολο. Γιατί ήρθε εδώ;

«Μια χαρά.» σχολιάζει ο Robin και του χαρίζω ένα ντροπαλό χαμόγελο καθώς συνεχίζουμε το φαγητό.

Συζητάνε μεταξύ τους εκείνοι για τα δικά τους νέα και εγώ, ο Harry και ο Tom δε μιλάμε. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα, μέχρι που άνοιξε το στόμα του... αυτό.

«Πως και από εδώ, Harry;» τον ρωτάει ο Tom.

«Εμ, μου είχε πει η μαμά πως θα ερχόταν για φαγητό και ε-έτσι ήρθα και εγώ.» του απαντά. «Πως τα πας, φίλε;» προσθέτει ρωτώντας τον εκείνος.

Συνεχίζω σιωπηλή να τρώω αργά, μα τους ακούω. «Καλά. Η στολή μου ήταν φανταστική φέτος το Halloween.» του απαντάει περήφανα ο Tom.

«Εγώ στοιχηματίζω πως η δική μου ήταν μακρά καλύτερη.» τον δοκιμάζει πειράζοντας τον ο Harry. Πάντα έτσι κάνουν αυτοί οι δύο. Μα ξέρω, πόσο λατρεύει ο Harry τον Tom και πόσο αντίστροφα άλλο τόσο τον λατρεύει ο Tom.

«Ποια ήταν η στολή σου; Νόμιζα από παλιά ότι δε σου άρεσε και τόσο να ντύνεσαι το Halloween.» αποκρίνεται ο μικρός και εγώ χαμογελάω ειρωνικά βγάζοντας έναν περίεργο ήχο.

Ο Harry γυρίζει και με κοιτάζει και κάνω και εγώ το ίδιο για πρώτη φορά απόψε. Στενεύει τα μάτια του και δε λέει κάτι, δίχως να χάνουμε την οπτική μας επαφή.

«Ε-Ε-εγώ απλώς το αποφάσισα.» σχολιάζει και κοιτάζει κάτω.

«Πως πάνε τα πράγματα στο πανεπιστήμιο, Harry;» τον ρωτάει ο μπαμπάς μου αμέσως μετά.

«Εμ...» καθαρίζει το λαιμό του πριν απαντήσει. Σηκώνω για μία ακόμη φορά τα μάτια μου και τον κοιτάζω εξεταστικά  καθώς μιλάει.

Δεν ακούω τι λέει, μιας και χάνομαι παρατηρώντας την κάθε κίνηση του. Το πώς το μέτωπο του ζαρώνει ελαφρά καθώς μιλά και τα φρύδια του ανασηκώνονται ελάχιστα. Το πώς ο δείκτης με το δαχτυλίδι του γλιστράει κατά μήκος στο κάτω χείλος του και έπειτα μαζί με τον αντίχειρα του το πιάνει και το πιέζει ελαφρά. Μια κλασσική κίνηση του αμηχανίας που κάνει κάθε φορά όταν μιλά.

Έπειτα περνάει λίγα από τα μακριά του μαλλιά πίσω από το αριστερό αυτί του και αναστενάζει. Γέρνω το κεφάλι μου στα πλάγια και το στερεώνω πάνω στο χέρι μου που στέκεται όρθιο με τον αγκώνα πάνω στο τραπέζι.

Δεν πρέπει να τον κοιτάζω. Δεν πρέπει καν να είναι εδώ.

«Στοιχηματίζω πως όλο και κάποια κοπέλα θα βρήκες εκεί στο πανεπιστήμιο τώρα.» ακούω τον μπαμπά να λέει και αμέσως ξυπνάω από τις σκέψεις μου.

Ορθώνω το σώμα μου καλύτερα πίσω στην καρέκλα και νιώθω βλέμματα να με κοιτάνε καθώς ο Harry απαντά στον μπαμπά. Η Anne και η μαμά με κοιτούν τεταμένα.

«Ε εντάξει, εμ, κανονικά πράγματα.» σχολιάζει εκείνος γελώντας ελαφρά. Άντε στο διάβολο Harry.

Τα μάτια του κοιτούν εμένα καθώς αλλάζει η κουβέντα και ξαφνικά η έκφραση του αλλάζει, σαν να χλομιάζει. Σπρώχνει την καρέκλα του ξαφνικά πίσω και σηκώνεται απότομα όρθιος.

«Ήταν πολύ ωραίο το γεύμα.» κοιτάζει τη μαμά καθώς μιλά. «Μα πρέπει να πηγαίνω. Ήθελα να έρθω από εδώ να σας δω πριν-πριν πάω εκεί που έχω κανονίσει.» χαμογελάει ελαφρά.

Παίρνει το πιάτο του με το ένα χέρι και σπρώχνει με το άλλο την καρέκλα πίσω στη θέση της.

«Δε θέλεις να μείνεις για επιδόρπιο;» τον ρωτάει η μαμά κατσουφιάζοντας.

Εγώ απλώς κοιτάζω εκείνη, δε θέλω να γυρίσω να κοιτάξω αυτόν. Γι'αυτό ήρθε; Για τόσο λίγο; Μα για να με καταστρέψει τόσο πολύ;

«Όχι, είμαι εντάξει. Ευχαριστώ πολύ. Καλή συνέχεια και καλό βράδυ... σε όλους.» τονίζει φανερά δυνατά τις τελευταίες δύο λέξεις του και έπειτα προχωράει έξω από την τραπεζαρία προς την κουζίνα.

Αφήνει το πιάτο του μες το νεροχύτη όπως συνηθίζει και φεύγει. Έτσι απλά. Γιατί ήρθε; Γιατί;

Νιώθω τα βλέμματα όλων πάνω μου, σηκώνω το κεφάλι μου και πράγματι όλοι με κοιτούν εκτός από τον μπαμπά και τον Tom, όπου αυτοί οι δύο παραμένουν σκυμμένοι και συνεχίζουν και τρώνε.

Με κοιτούν όμως οι άλλοι τρεις, λες και περιμένουν κάτι από εμένα. Σπρώχνω την καρέκλα μου  πίσω και σηκώνομαι όρθια άτσαλα τραβώντας το τραπεζομάντηλο στη μεριά μου.

«Πάρε και όλο το τραπέζι μαζί καθώς θα σηκωθείς.» μου πετάει ο Τom αλλά προσπερνώ τα λόγια του.

«Με συγχωρείτε για λίγο.» λέω χαμηλά, και έπειτα περπατάω γρήγορα προς την πόρτα από όπου βγήκε εκείνος.

Βγαίνω έξω από την πόρτα της κουζίνας και τρέχω. Δεν έχει προχωρήσει πολύ μακριά στο πεζοδρόμιο. Προσπερνώ το πάρκινγκ του σπιτιού μας και του φωνάζω, «Γιατί ήρθες;!»

Τον βλέπω να σταματά στη στιγμή και τους ώμους του να τσιτώνουν. Γυρίζει τότε και με κοιτάζει. «Γιατί;» τον ρωτάω ξανά μόλις ενώνονται τα βλέμματά μας. Δε μιλάει. Δε λέει τίποτα.

«Γιατί;» επαναλαμβάνομαι καθώς βουρκώνω έντονα την ίδια στιγμή.

«Για να δεις πόσο χάλια με έχεις καταντήσει;» τον ρωτάω κοφτά.

«Εντάξει, καταλαβαίνω. Το μόνο που ήθελες ήταν μια πολύ καλή φίλη. Και, συγγνώμη. Αλλά σε ερωτεύτηκα.» ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο μου μα αμέσως το σκουπίζω με την πίσω μεριά της παλάμης μου.

«Και σε ερωτεύομαι κάθε μέρα, όλο και πιο πολύ, όταν κοιτάζω τα μάτια σου.»

«Συγγνώμη, μα δε μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Ήταν και είναι μακράν πολύ παραπάνω από εμένα. Ξέρω είμαι αξιολύπητη, υποτίθεται πως έπρεπε να παραμένεις ο καλύτερος μου φίλος μα εγώ...» ξεροκαταπίνω.

«Εφόσον το κατάλαβες όταν σε φίλησα, γιατί ανόητος δεν είσαι φυσικά, το κατάλαβες. Δέχομαι, δε με θες, γιατί εντάξει, δεν είμαι τόσο τέλεια και όμορφη όσο η κοπέλα σου, γιατί ήρθες όμως; Γιατί δε μένεις μακριά από εμένα;» σηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάζω τότε.

«Μη μου δίνεις ψεύτικες ελπίδες.» του λέω και κατσουφιάζω. Γυρίζω και φεύγω γρήγορα από εκεί.

🌙 Ελπίζω να σας άρεσε. Ρίξτε μια ματιά στην νέα μου ιστορία Tupelo, και στην ιστορία της αγαπημένης μου φίλης Άννας. Ονομάζεται This Town, είναι με τον Harry και βρίσκεται στο προφίλ της AnnaStylinson96. Παρακαλώ, μη ξεχνάτε να κάνετε favorite. Love. anna. x



MoonlightWhere stories live. Discover now