~ Μίσος ~

1.3K 125 6
                                    

Γυρνάω να κοιτάξω τον Μίλτο. Καθόταν με περιέργεια και με κοιτούσε. Δεν έβλεπα μπροστά μου από τα δάκρυά. Έτρεξα κοντά του και οι λυγμοί μου ακούγονταν σε όλο το μαγαζί.

Έβαλε τα χέρια του γύρω μου και με αγκάλιασε σφιχτά. Την είχα ανάγκη αυτή την αγκαλιά.

"Ηρέμησε τριανταφυλλάκι μου."
"Είπε ότι τελειώσαμε το καταλαβαίνεις; "είπα μέσα στα δάκρυα "τον έχασα."
"Έχεις εμένα όμως."
"Αχ Μίλτο."είπα σκουπίζοντας τα δάκρυά από το μάτια μου.
"Ελα,έλα κάθισε."
"Καλύτερα να πάμε κάπου πιο ήρεμα. Δεν έχω που να πάω."

"Ε-εντάξει."είπε και πιάνοντας την μέση μου βγήκαμε από το μαγαζί.

Αφού περπατήσαμε 10 λεπτά, πήγαμε σε μια περιοχή που δεν γνώριζα.

"Πού είμαστε;"
"Κάτω από το σπίτι μου."
"Τι;"είπα και έκανα πίσω.
"Είπες ότι ήθελες να πας κάπου ήρεμα."

"Θα πάμε επάνω."
"Μίλτο δεν πρόκειται. Δεν νιώθω άνετα."
"Μην ακούω χαζομάρες."
"Δεν ξέρω τι να σου πω. Ευχαριστώ πολύ."

Αφού ανεβήκαμε επάνω και μου προσέφερε ένα ποτήρι νερό καθίσαμε να μιλήσουμε.

Κάποια στιγμή τον ένιωσα να έρχεται πιο κοντά.

"Μίλτο τι πας να κ-"

Ένωσε τα χείλη του βίαια στα δικά μου. Δεν αντέδρασα και αυτός συνέχισε να με φιλάει.

Για κάποιο περίεργο λόγο δεν μπορούσα να αντισταθώ ή δεν ήθελα μάλλον.

Έκανα πίσω μετά απο αρκετή ώρα για να πάρω ανάσα. Αλλά το χτύπημα της πόρτα μας σταμάτησε.

Ο Μίλτος χωρίς να το σκεφτεί σηκώθηκε και με το άνοιγμα της πόρτας αυτό που είδα δεν περίμενα να το δω.

Κοιτάει πρώτα τα χείλη του Μίλτου που έχουν το ίδιο χρώμα με τα δικά μου. Σκούρο κόκκινο...

Ρίχνει ένα βλέμμα υποτίμησης σε εμένα και τα χέρια του βρέθηκαν στον γιακά του Μίλτου.

"Δεν έχασες την ευκαιρία να την ξανακάνεις δικιά σου βλέπω."
"Όχι δεν προλάβαμε ακόμα."

Τότε η γροθιά του βρέθηκε στο μάγουλο του Μίλτου με πολύ δύναμή. Μπήκα ανάμεσα τους και τους σταμάτησα αμέσως.

"Σταμάτα Γιάννη. ΤΏΡΑ."
"Με εσένα θα τα πούμε αργότερα."είπε και κοίταξε απειλητικά τον Μίλτο.
"Εσύ πάλι, έρχεσαι μαζί μου."είπε και με τράβηξε από το χέρι.

Το πότε φτάσαμε σπίτι δεν το κατάλαβα. Σε όλη την διαδρομή τον παρακαλούσα να σταματήσει αλλά δεν άκουγε. Ανεβήκαμε στο σπίτι του και άνοιξε την πόρτα βίαια σπρώχνοντάς με μέσα με δύναμή.

Με κόλλησε στην πόρτα και το σώμα μου πονούσε.

"Έλα πες μου σε πλήρωσε;"
"Τι λες; Μεθυσμένος είσαι;"
"Ότι θέλω είμαι. Λέγε τώρα. Σε πλήρωσε; Πόσο είναι η ταρίφα σου;"

Καθόμουν να τον κοιτάω και τα δάκρυά μου έκαιγαν το πρόσωπο μου.

"Έλα λέγε. Πόσο; 50; 100; Λέγε, να δώσω και εγώ μπας και σε κάνω δικιά μου."

Το χέρι μου βρέθηκε στο μάγουλο του με την μεγαλύτερη δύναμη που έχω ασκήσει ποτέ.

Προσπαθούσα να φύγω μακρυά του. Κατάλαβε τι έκανε και προσπάθησε να με ακινητοποιήσει.

"Συγνώμη μωρό μου. Δεν ηθελα να το πω. Μην φύγεις σε παρακαλώ."
"Σε σιχαίνομαι." Ήταν το τελευταίο πράγμα που του είπα.

Έφτιαξα την βαλίτσα μου και έφτασα με γρήγορα βήματα στην εξώπορτα. Τον άκουσα να έρχεται απο πίσω μου ενώ σερνόταν. Το αλκοόλ μύριζε απο μακρυά.

"Που πας; τι πας να κάνεις;"
"Αυτό που μου είπες πριν. Όταν με είδες με τον Μίλτο. "Τελειώσαμε" είπες. Ε και εγώ το τελειώνω. Φεύγω και δεν θέλω να σε ξαναδώ. Τουλάχιστον μέχρι να σκεφτείς τι έχεις κάνει."

Έφυγα χτυπώντας την πόρτα δυνατά. Όσο πιο γρήγορα θα έφτανα Θεσσαλονίκη τόσο καλύτερα για εμένα.

*********************************

Μετά απο ένα μεγάλο ταξίδι έφτασα Θεσσαλονίκη. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να πήγαινα στο σπίτι μου; ή στην Αγάπη;

Δεν σκεφτόμουν καθαρά. Ξεκίνησα να περπατάω και τελικά έφτασα έξω από το σπίτι της Αγάπης.

Μου άνοιξε με ένα διαπλατο χαμόγελο το οποίο πάγωσε, βλέποντας την κατάσταση μου.

"Αγάπη..."είπα μέσα στους λυγμούς.
"Έλα κορίτσι μου. Έλα γρήγορα μέσα να καθίσεις."

Με έβαλε να καθίσω στον καναπέ και χωρίς να με ρωτήσει το οτιδήποτε μου έφερε να πιώ λίγο νερό. Το κινητό της χτύπησε και άκουσα πως μιλούσε με τον Μιχάλη.

Δεν χρειαζόταν να της πω τίποτα. Τα είχε μάθει όλα πια. Η έκφραση της τα έλεγε ολα. Με λυπόταν και δεν το ήθελα.

Σηκώθηκα να φύγω δεν ήθελα να με βλέπει σε αυτή την κατάσταση.

Ξαφνικά όλα γύρω μου σκοτείνιασαν. Ένα χέρι προσπαθούσε να με κρατήσει και κραυγές που φώναζαν το όνομα μου ήταν τα τελευταία πράγματα που θυμάμαι.

Μετά απο έναν πολύωρο βαθύ ύπνο, ο πονοκέφαλος με ξύπνησε. Στο πλευρό μου ήταν η Αγάπη.

"Πως είσαι καλό μου;"
"Ζαλίζομαι λίγο"είπα με δυσκολία.
"Ξεκουράσου και μετά από αυτό που θα γίνει σε λίγο σε θέλω ήρεμη."

"Τι να γίνει Αγάπη;"
"Ο Γιάννης. Έμαθε από τον Μιχάλη ότι λιποθύμισες και όσες ωρες εσύ ήσουν αναίσθητη αυτος ήρθε από την Κομοτηνή."

Καθόμουν και την κοιτούσα χωρίς να προβάλω κάποια έκφραση στο πρόσωπό μου.

Μίσος. Ναι, αυτό ένιωθα γι'αυτόν τον άνθρωπο εκείνη την στιγμή. Δεν ήθελα να τον δω, ήξερα ότι θα λυγιζα στην όψη του...

Έρωτας ΤύραννοςWhere stories live. Discover now