Κεφάλαιο 41⁰

107 17 14
                                    

Ο Πλιάκος έσπρωξε την Λουΐζα κι εκείνη παραπατώντας προχώρησε. Τα χέρια της είχαν τραυματιστεί από τις σιδερένιες αλυσίδες, οι οποίες επί της ουσίας είχαν σκάψει την τρυφερή επιδερμίδα των καρπών της. Τις φορούσε εδώ και μέρες, από τότε που η Λουΐζα είχε αποδεχτεί την πρότασή του να τον ακολουθήσει. Τις είχε περάσει γύρω από τους καρπούς της και έκτοτε δεν τις είχε αφαιρέσει. Μαζί με τις χειροπέδες, της είχε παραχωρήσει κι ένα πιο κόσμιο ρουχισμό, ένα φόρεμα κι ένα ζευγάρι καφέ δερμάτινες μπότες. Η καινούρια της ενδυμασία ήταν πιο ζεστή και κάλυπτε το κορμί της από τα αδιάκριτα βλέμματα. Όμως, το ξυρισμένο της κεφάλι ήταν ακόμα απροστάτευτο. Όσο κι αν τα άκρα της είχαν ζεσταθεί, άλλο τόσο η κεφαλή της κρύωνε. Ευτυχώς που ο Στέλιος είχε προνοήσει και της είχε αφήσει αυτό το ύφασμα...

Τις τελευταίες μέρες ο Πλιάκος της επέτρεπε να περνάει πολλές ώρες εκτός του κελιού της, μα με την προϋπόθεση ότι ο ίδιος θα την συντρόφευε. Η Λουΐζα δεν είχε άλλη επιλογή. Είτε θα βρισκόταν κλεισμένη στο κελί της μέχρι να έρθει το τέλος της είτε θα προσέγγιζε τον Πλιάκο και θα εντόπιζε κάποιο μειονέκτημα ή θα του ξέφευγε κάποια πληροφορία που δεν έπρεπε. Όμως, ο Πλιάκος ήταν πολύ προσεκτικός με τα λόγια του ενώπιον της Λουΐζας. Σπάνια συζητούσε για τα σχέδιά του όσο η ίδια ήταν παρούσα. Τα λόγια του ήταν πάντοτε στοχευμένα και μετρημένα.

Η Λουΐζα κοίταξε τριγύρω της. Δέντρα υψώνονταν επιβλητικά γύρω τους, έλατα ψηλά και περήφανα και κάλυπταν τον ήλιο. Το δάσος ήταν τόσο πυκνό που με τα βίας η Λουΐζα διέκρινε το στενό μονοπάτι. Δεν αναγνώριζε τον τόπο. Όσο ο Πλιάκος την οδήγησε έξω από την Ακροναυπλία της είχε καλύψει τα μάτια. Την έκλεισε σε μία άμαξα, που εντός της ούτε μία αχτίδα φωτός δεν ήταν δυνατόν να διαπεράσει, και για ώρες την άφησε εκεί, σαν να την είχε ξεχάσει. Έπειτα, όταν επέστρεψε πάλι, είχε σκοτεινιάσει. Ο ήλιος είχε κρυφτεί και το φεγγάρι είχε υψωθεί στον ουρανό καμαρωτό. Η Λουΐζα θαύμασε την πανσέληνο και αμέσως ο νους της ταξίδεψε σε εκείνο το βράδυ στον κήπο της οικείας Ιωαννίδη.

Απέστρεψε το βλέμμα της με πικρία χαμηλά στο έδαφος και συλλογίστηκε πως αν της δινόταν η ευκαιρία ξανά, ίσως να μην απαρνιόταν τον Στέλιο. Ίσως να του επέτρεπε να την πλησιάσει και να τον αφήσει να ανακαλύψει τα πραγματικά συναισθήματά της. Αν η Λουΐζα δεν φοβόταν τόσο να αφεθεί και να απολαύσει την στιγμή, αν δεν φοβόταν τι θα πει ο κόσμος και προπαντός η οικογένεια του Στέλιου για τους δυο τους, θα είχε αδράξει την στιγμή και θα έπραττε όπως πρόσταζε η καρδιά της. Θα τον έκλεινε σφιχτά στην αγκαλιά της και δεν θα τον άφηνε ποτέ να φύγει! Αν γλίτωνε από τον Πλιάκο, τότε... αυτό θα φρόντιζε να πράξει.

Κάποτε το 1918 #TYS2023 Where stories live. Discover now