Κεφάλαιο 32⁰

120 21 20
                                    

Λίγες ώρες αργότερα ο Στέλιος επέστρεψε στο σπίτι του.

Είχε αποφασίσει ότι θα έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του. Δεν θα περίμενε μέχρι ο Πλιάκος να ενοχοποιήσει την Λουΐζα και να της φορτώσει τα εγκλήματα που ο ίδιος διέπραξε. Διότι αυτό σκόπευε να πράξει. Ο Στέλιος ήταν σίγουρος γι' αυτό και κανείς δεν μπορούσε να του αλλάξει την γνώμη!

Ο Πλιάκος είχε διαπράξει το πιο ειδεχθές έγκλημα που ένας πολίτης μπορούσε να διαπράξει ενάντια στο κράτος του και αυτό το έγκλημα ήταν εκείνο της εσχάτης προδοσίας. Είχε κλέψει πληροφορίες και έγγραφα υψίστης σημασίας για την ασφάλεια του ελληνικού κράτους και τώρα σκόπευε να χρησιμοποιήσει την Λουΐζα σαν αποδιοπομπαίο τράγο, για να την γλιτώσει ο ίδιος. Το σχέδιό του ήταν σατανικό και φυσικά αξιοποιούσε το παραστράτημα της Λουΐζας να εγγραφεί κρυφά στην Ακαδημία.

Ο Στέλιος φοβόταν ότι ενδεχομένως ο Πλιάκος να της φόρτωνε κι άλλες κατηγορίες, προκειμένου να την καταδικάσει... Ακόμη, όμως, κι αν δεν τις της πρόσαπτε, η κατηγορία για εσχάτη προδοσία από μόνη της σήμαινε ένα μόνο πράγμα: θάνατος.

Ωστόσο, ο Στέλιος δεν σκόπευε να επιτρέψει στον Πλιάκο να πράξει κάτι τέτοιο! Δεν θα του επέτρεπε να βλάψει την Λουΐζα με κανέναν τρόπο, ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος!

Έτσι, λοιπόν, όταν μπήκε στο σπίτι του, διέσχισε το καθιστικό βιαστικά σιωπηλός και δίχως να χάσει χρόνο κλείστηκε κατευθείαν στο δωμάτιό του. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ήταν σημαντικό, καθώς ο Πλιάκος είχε ήδη συλλάβει την Λουΐζα κι επομένως βρισκόταν ένα βήμα κοντύτερα στο να ολοκληρώσει το διεστραμμένο σχέδιό του.

Η μητέρα του Στέλιου που βρισκόταν στο καθιστικό ασχολούμενη με τα κεντήματά της, τον καλωσόρισε χαρούμενη που ο γιος της είχε επιστρέψει. Όταν, όμως, τον είδε να την προσπερνάει φουρκισμένος δίχως να πει λέξη, τον ακολούθησε ως το δωμάτιό του. Εκεί παρακολούθησε τον γιο της να αρπάζει τον σάκο του και να ρίχνει μέσα ένα σωρό ρούχα, ένα όπλο που ξέθαψε από την ντουλάπα του και ένα κουτί με σφαίρες.

Η γυναίκα τρόμαξε.

"Στέλιο, αγόρι μου, τι συμβαίνει;" Τον πλησίασε έντρομη.

Εκείνος την προσπέρασε και πήγε ως την άλλην άκρη του δωματίου, όπου βρισκόταν το γραφείο του. Πήρε ένα μαχαίρι και επέστρεψε στο κρεβάτι του, όπου είχε ακουμπήσει τον σάκο του.

"Τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν είσαι στην Ακαδημία;" Συνέχισε ανήσυχη η μητέρα του.

Ο Στέλιος έκλεισε τον σάκο του, τον πήρε στον ώμο και στάθηκε μπροστά στην μητέρα του. Της χαμογέλασε και την αγκάλιασε.

Κάποτε το 1918 #TYS2023 Where stories live. Discover now