Κεφάλαιο 43⁰

129 14 8
                                    

Ο Στέλιος κοντοστάθηκε και έκπληκτος -και εν μέρει ανακουφισμένος- μαρτύρησε τον ιατρό να αφαιρεί την σφαίρα από τον ώμο χαμηλά του Μάρκου, όπου του την είχε φυτέψει ο Πλιάκος σύμφωνα με τα ακριβή λόγια της Λουΐζας. Ο Μάρκος κατάπιε την κραυγή του και όταν ξεφορτώθηκε την σφαίρα, έπεσε πίσω στο κρεβάτι του αναίσθητος.

"Μάρκο!" Η Λουΐζα επιχείρησε να ορμήσει στο δωμάτιο, αλλά ο Στέλιος της στάθηκε εμπόδιο. Το βλέμμα της τον κεραυνοβόλησε μισό μπερδεμένο, μισό θυμωμένο.

"Πέρασε μία ολόκληρη μέρα με την σφαίρα στον οργανισμό του, Λουΐζα. Χρειάζεται ξεκούραση. Άφησέ τον να αναρρώσει και μόλις συνέλθει, είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσεις να τον επισκεφτείς." Ήταν η αλήθεια. Όσο κι αν ήθελε να την απομακρύνει από τον Παπαναστασίου, ο Στέλιος γνώριζε ότι όλον αυτόν τον καιρό που η Λουΐζα βρισκόταν φυλακισμένη στην Ακροναυπλία, όπως ο ίδιος έτσι και ο Παπαναστασίου είχε κινήσει ουρανό και γη προκειμένου να ελευθερωθεί η Λουΐζα. Το έργο του- ο κόπος του δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί.

Η Λουΐζα κοίταξε τον Μάρκο κι έπειτα τον Στέλιο. Ο ιατρός και οι νοσοκόμες βρίσκονταν στο πλευρό του Μάρκου για να τον βοηθήσουν. Ακόμα και η ίδια να επενέβαινε, δεν θα ωφελούσε. Δεν θα ήταν ικανή να τον βοηθήσει ούτε να συνέλθει, μα ούτε να αναρρώσει ή έστω να αισθανθεί καλύτερα. Ο Στέλιος είχε δίκιο. Όσο κι αν η Λουΐζα επιθυμούσε να σταθεί στο πλευρό του και να τον φροντίσει, τίποτε δεν θα κατόρθωνε. Τίποτε δεν θα άλλαζε την κατάσταση ως είχε. Δεν θα αναιρούσε το γεγονός ότι ο Μάρκος δέχτηκε μία σφαίρα.

Η ίδια η Λουΐζα είχε δεχτεί σφαίρα και δεν ήταν καθόλου ευχάριστη αίσθηση... Είχε βρεθεί στην θέση του Μάρκου, οπότε γνώριζε ότι την παρούσα στιγμή και περίοδο το καλύτερο για τον Μάρκο ήταν να ξεκουραστεί, ώστε να μπορέσει ο οργανισμός του να αναρρώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

"Έχεις δίκιο." Μουρμούρισε και ακολούθησε την νοσοκόμα, η οποία τους περίμενε στο τέλος του διαδρόμου.

Ο Στέλιος χαμογέλασε στην Λουΐζα, αλλά παρέμεινε στην θέση του ακίνητος. Έριξε μια κλεφτή ματιά προς τον Παπαναστασίου, ο οποίος κειτόταν στην κλίνη του ήρεμος. Πόση πειθαρχία και πόση δύναμη χρειάστηκε για να ελέγξει και να καταπιεί τον πόνο του; Ούτε μία κραυγή δεν δραπέτευσε από τα χείλη του. Ούτε ένα κλαψούρισμα. Ο Στέλιος δεν ήξερε αν έπρεπε να τον θαυμάσει ή να απορήσει με την στάση του. Ποιος άνθρωπος ήταν ικανός να υπομείνει έναν πόνο τόσο ισχυρό δίχως να ακουστεί άχνα;

Κάποτε το 1918 #TYS2023 (Κάποτε στο Ναύπλιο, Βιβλίο 1)حيث تعيش القصص. اكتشف الآن