Κεφάλαιο 33⁰

127 15 16
                                    

Η Λουΐζα διένυε την τρίτη εβδομάδα μέσα σε αυτό το μικροσκοπικό, σκοτεινό και παγωμένο κελί με ελάχιστο νερό κι ακόμη λιγότερο φαγητό. Ήταν συγκεκριμένα η δέκατη πέμπτη ή δέκατη έκτη μέρα που περνούσε εσώκλειστη εξαιτίας της σκευωρίας του Πλιάκου; Είχε χάσει το μέτρημα... Δεν θυμόταν καν τι μέρα ήταν.

Οι φυλακές της Ακροναυπλίας ήταν σε χειρότερη κατάσταση από αυτές της Ακαδημίας. Μπροστά στις πρώτες οι φυλακές της Ακαδημίας έμοιαζαν με υπερπολυτελές δωμάτιο!

Ήταν απομονωμένη από τον κόσμο, κλεισμένη σε μια πτέρυγα με άλλους δύο κρατούμενους. Ο ένας εξ αυτών, μεγάλος σε ηλικία με τα βίας αντάλλασσε μία λέξη, ενώ ο δεύτερος παρά την κοινωνικότητά του, παραήταν εξωστρεφής για τα γούστα της Λουΐζας. Άπαξ και ξεκινούσε συζήτηση μαζί του, δεν θα σταματούσε ποτέ! Έχοντας ως έναρξη το ένα γεγονός ή συμβάν θα μεταπηδούσε σε άλλα τόσο γρήγορα, που έκανε την Λουΐζα να χάνει τον ειρμό της συζήτησης και γενικά το θέμα.

Ορισμένες φορές προτιμούσε να παραμένει σιωπηλή, παρά να δίνει την αφορμή για την έναρξη μιας συζήτησης, η οποία θα την άφηνε μπερδεμένη και θα της προκαλούσε πονοκέφαλο από την ασυνέχεια της...

Ενώ, λοιπόν, η Λουΐζα καθόταν στο κελί της αναλογιζόμενη τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, η πόρτα άνοιξε κι ένας φρουρός έσπρωξε έναν κρατούμενο μέσα στο μικρό κελί. Ο κρατούμενος παραπάτησε, αλλά δεν αντέδρασε και κράτησε το κεφάλι του χαμηλά, έως ότου ο φρουρός έκλεισε την πόρτα και αποχώρησε.

Η Λουΐζα παρατήρησε ότι ο κρατούμενος ήταν ψηλός, τα ρούχα που φορούσε σκισμένα και τα μαλλιά του έπεφταν στο πρόσωπό του και κάλυπταν τα μάτια του. Έτσι, η κοπέλα έσκυψε για να δει το πρόσωπο του ψηλού άνδρα, περίεργη να μάθει τον λόγο που βρισκόταν στο ίδιο κελί με εκείνη. Για ποιον λόγο να κλείσουν δυο κρατούμενους σε ένα κελί, ενώ υπήρχαν τόσα ελεύθερα στην πτέρυγα τους;

Τότε, όμως, η Λουΐζα συνειδητοποίησε έκπληκτη ότι ο άνδρας αυτός δεν ήταν ένας απλός τυχόντας, αλλά συγκεκριμένα ο άνδρας που αγαπούσε.

"Στέλιο..." Ψιθύρισε κι αμέσως τον αγκάλιασε. Εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Η Λουΐζα έκανε λίγο πίσω και πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της. "Τι κάνεις εδώ; Συνέλαβαν κι εσάς; Τι συμβαίνει;"

"Ηρέμησε." Γέλασε χαρούμενος που επιτέλους την είχε στην αγκαλιά του. "Κανείς δεν μας συνέλαβε." Είπε κι εκείνη χαμογέλασε, αλλά αμέσως τα χείλη της σχημάτισαν μία ευθεία γραμμή. Τα φρύδια της ενώθηκαν, σούφρωσε τα χείλη και τον κοίταξε σαν να μην έχαφτε ό,τι της έλεγε.

Κάποτε το 1918 #TYS2023 Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα