Κεφάλαιο 35⁰

131 17 18
                                    

Δύο ημέρες αργότερα κι ενώ ο Στέλιος προσπαθούσε να σκαρφιστεί έναν διαφορετικό τρόπο για να γλιτώσει την Λουΐζα από τα χέρια του Πλιάκου, η πόρτα του δωματίου στο ξενοδοχείο, όπου διέμενε τον τελευταίο καιρό, άνοιξε και μέσα εισέβαλε ο πατέρας του. Ο Στέλιος έκπληκτος από την απρόσμενη επίσκεψή του, σηκώθηκε όρθιος έτοιμος να τον καλωσορίσει σαν ένας σωστός υιός παράτα όσα είχαν ειπωθεί λίγες μέρες νωρίτερα μεταξύ τους.

"Πατέρα-" Ωστόσο, πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του, το χέρι του κύριου Ιωαννίδη προσγειώθηκε στο πρόσωπό του. Σαστισμένος ο Στέλιος σήκωσε το βλέμμα του στον εξοργισμένο άνδρα που στεκόταν εμπρός του κι έφερε το χέρι στο πρόσωπό του. Τι είχε πάθει; Γιατί ήταν έξω φρενών και κυρίως γιατί του επιτέθηκε;

Τα οργισμένα μάτια του κυρίου Ιωαννίδη συνάντησαν μανιασμένα αυτά του υιού του και αυτομάτως το χέρι του υψώθηκε στον αέρα πάλι, έτοιμο να τιμωρήσει τον Στέλιο. Από τα τρία παιδιά του, αν και πρωτότοκος, ο Στέλιος ήταν και ο πιο ατίθασος. Δεν ενδιαφερόταν για τίποτε εκτός από τις γυναίκες, την καλοπέρασή του και το καινούριο αυτοκίνητό του.

"Πατέρα-" Ο Στέλιος συγκράτησε το χέρι του πατέρα του πριν αυτό φτάσει στον προορισμό του.

"Μην με αποκαλείς έτσι, παράθεμά σε!" Φώναξε εξοργισμένος ο κύριος Ιωαννίδης. "Έτσι σε μεγάλωσα εγώ; Έτσι σε έμαθα; Να εισβάλεις στην περιουσία του κράτους και να τριγυρνάς από εδώ κι από εκεί σαν αλήτης;! Αυτή είναι η παιδεία που σου έδωσα; Αυτά ήταν τα γράμματα που έμαθες;"

"Δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάς." Ο Στέλιος άφησε το χέρι του πατέρα του ελεύθερο και του έστρεψε την πλάτη. Αμέσως κατευθύνθηκε προς το μικρό τραπεζάκι με τα ποτά και γέμισε ένα ποτήρι με το αγαπημένο του κεχριμπαρένιο ποτό.

"Δεν ξέρω; Δεν ξέρω; Που να πέσει φωτιά και να σε κάψει!" Φώναξε και κούνησε τα χέρια του μανιωδώς στον αέρα. "Εισέβαλες κρυφά στις φυλακές για να ελευθερώσεις ποιον; Ποια; Μία γυναίκα που συνωμότησε με τον εχθρό, πρόδωσε την πατρίδα και τον Βασιλιά και τώρα απειλεί την εθνική ασφάλεια! Αυτό το πλάσμα προσπαθείς να σώσεις;"

"Με πρόλαβε ο Πλιάκος, έτσι;" Γέλασε, αλλά το γέλιο του δεν ήταν διόλου χαρούμενο, μήτε εύθυμο. Έκρυβε μέσα του κάτι απόκοσμο και σκοτεινό, όπως ήταν και τα όσα ένιωθε ο Στέλιος για τον Συνταγματάρχη Πλιάκο. Ο Πλιάκος ήταν ένα ύπουλο γεράκι που επιτίθετο και άρπαζε ό,τι μπορούσε, όταν του δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Αυτό ήταν, αλλά δυστυχώς ο πατέρας του είχε φορέσει τις παρωπίδες που ο ίδιος ο Πλιάκος του παραχώρησε, γεγονός που έθλιβε τον Στέλιο βαθύτατα.

Κάποτε το 1918 #TYS2023 Where stories live. Discover now