Η Μαργαρίτα με περίμενε μέσα στο δεντρόσπιτο.
"Έχουμε περίπου είκοσι λεπτά", είπε ψάχνοντας τα κουτιά που είχαν τις ευχές. "Ξέρεις τι θα ευχηθείς;"
"Ναι", είπα σιγανά.
Η Μαργαρίτα σήκωσε το κεφάλι. Ήταν η πρώτη φορά που τα βλέμματά μας συναντήθηκαν από το μεσημέρι. Εγώ γύρισα το βλέμμα μου αλλού.
"Κοίτα, Φιλίπα... Για ό,τι έγινε πριν..."
"Μην ανησυχείς", είπα. "Ξέρω πως είσαι εδώ για να κάνεις τη δουλειά σου και τίποτε άλλο. Μου το έχεις πει κάμποσες φορές. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως μπορεί να υπήρχε κάτι παραπάνω, ότι κοντεύαμε να γίνουμε φίλες".
"Μα αυτό έγινε. Γινόμαστε φίλες".
"Ναι; Αλλιώς φάνηκε νωρίτερα".
Η Μαργαρίτα κατέβασε το κεφάλι. "Το ξέρω. Συγγνώμη. Δεν το πιστεύω ότι είπα τέτοια πράγματα. Δεν το ήθελα. Απλώς θύμωσα τόσο πολύ και έχασα την ψυχραιμία μου. Μάλλον δεν σκέφτομαι καθόλου πριν ανοίξω το στόμα μου".
"Ναι, αλλά ίσως τότε είναι που λέγονται οι αλήθειες. Αν δεν είχες χρόνο να σκεφτείς τι να πεις, ίσως αυτό σημαίνει πως απλώς είπες την αλήθεια".
"Όχι, δεν είναι έτσι, αλήθεια. Να..."
"Ξεχνά το, Μαργαρίτα", αγρίεψα. Ήθελα πολύ να την πιστέψω, αλλά το είχα κάνει ήδη μια φορά και δεν είχα σκοπό να την αφήσω να με κοροϊδέψει ξανά. "Ξέρω τι θέλεις και δε με πειράζει. Απλώς πες μου από πού θα πέσει το αστέρι και τι να κάνω, και τα δύο τρίτα της αποστολής σου θα έχουν ολοκληρωθεί. Και μετά, άντε άλλη μια ευχή και έφυγες".
Η Μαργαρίτα σώπασε. Της έριξα μια ματιά. Το πρόσωπό της ήταν γκρίζο. Έδειχνε και κάπως πιο μικρόσωμη. Το δέρμα της ήταν χλωμό στο φεγγαρόφωτο και το πρόσωπό της ήταν ακόμη πιο λεπτό απ' ό,τι συνήθως.
"Αυτό θέλεις, έτσι δεν είναι;" τη ρώτησα.
Αναστέναξε. "Όχι...δηλαδή, θέλω να πω...κοίτα, δεν ξέρω πια τι θέλω. Αυτή η αποστολή δεν ήταν όπως την περίμενα".
"Μην ανησυχείς. Δεν είναι ανάγκη να πεις κάτι για να με κάνεις να νιώσω καλύτερα. Ή μάλλον, καλύτερα να μη δοκιμάσεις καν. Μόνο χειρότερα θα τα κάνεις. Απλώς κάνε τη δουλειά σου, να τελειώνει το θέμα".
Η Μαργαρίτα κούνησε το κεφάλι θλιμμένη. Μετά μου έδωσε το φάκελο. "Από τα δυτικά θα έρθει. Εκεί, δηλαδή". Μου έδειξε το παράθυρο που έβλεπε στο σπίτι. "Ίσως το δεις κατευθείαν πάνω από τη σκεπή του σπιτιού σου".
"Τι ώρα;"
Η Μαργαρίτα κοίταξε το κινητό της. "12:35".
"Εντάξει. Σε πέντε λεπτά, λοιπόν".
Πήρα το φάκελο στο παράθυρο και τον άνοιξα. Τα χρώματα και οι λάμψεις ξεχύθηκαν σαν ζεστός καταρράκτης.
Η Μαργαρίτα κάτι μουρμούριζε πίσω μου, αλλά σ' εμένα δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελα ν' ακούσω τίποτα από το στόμα της. Τι άλλο να πούμε πια;
Και οι δυο το ξέραμε και έπρεπε να τελειώσει η ιστορία.
"Αυτό ήταν. Έτοιμη;" Η Μαργαρίτα κοίταξε την οθόνη του Μαγικινητού της. "Δέκα δευτερόλεπτα".
Μέτρησα από μέσα μου. Και όπως την προηγούμενη φορά, έβγαλα το χέρι από το παράθυρο κρατώντας το κουπόνι στην ανοιχτή μου παλάμη. Μετά είπα δυνατά και καθαρά την ευχή μου. Που ήταν απλή.
"Θα ήθελα να γίνω η πιο δημοφιλής μαθήτρια του σχολείου".
Γουσσσσ! Το αστέρι κατέβηκε από τον ουρανό και χάραξε πάνω από τη στέγη, όπως ακριβώς είχε πει η Μαργαρίτα. Σε μια τρελή πορεία από το σπίτι στο δεντρόσπιτο και πάνω απ' τα κεφάλια μας, παρέσυρε μαζί του την ευχή.
Όλα είχαν τελειώσει σε δευτερόλεπτα.
Και έμεινα μόνη με τη Μαργαρίτα στο δεντρόσπιτο. Μαζί με το μαύρο ουρανό να μας τυλίγει και να κάνει ακόμη πιο βαθιά τη μεταξύ μας σιωπή.
"Ωραία, εγώ θα γυρίσω σπίτι τώρα", είπα κάπως αμήχανα.
Η Μαργαρίτα είχε ήδη επιστρέψει στο Μαγικινητό της και πατούσε κουμπιά κοιτάζοντας την οθόνη, ενώ κάτι έγραφε σε ένα σημειωματάριό μου που μάλλον το είχε πάρει για δικό της πλέον.
Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. "Αυτό θα το κάνω όσο καλύτερα μπορώ", είπε.
"Το ξέρω", της απάντησα με φωνή κάπως πιο σκληρή απ' ό,τι ήθελα. "Δουλειά σου είναι. Λογικό να θέλεις να την κάνεις καλά".
Η Μαργαρίτα αναστέναξε. "Όχι μόνο επειδή είναι η δουλειά μου, Φιλίπα.", είπε. "Θέλω να σου δείξω ότι..."
"Ασ' το, Μαργαρίτα", είπα απότομα. "Δεν είναι ανάγκη να μου λες διάφορα για να νιώσω καλύτερα. Ξέρω πως αισθάνεσαι. Όλα θα τελειώσουν όπου να 'ναι".
Δεν είπε τίποτε άλλο. Καθώς κοιταχτήκαμε, μου φάνηκε πως είδα δάκρυα στα μάτια της. Αλλά ήταν μάλλον το φως του φεγγαριού που τα έδειχνε υγρά. Αυτό πρέπει να ήταν.
Κατέβηκα τα σκαλιά. "Τα λέμε το πρωί", είπα. Η Μαργαρίτα κατάπιε μια ανάσα και κούνησε το κεφάλι.
*Μαργαρίτας Pov*
Τι μου συνέβαινε; Άρρωστη ήμουν;
Οι νεραϊδονονές δεν αρρωσταίνουν! Ποσό καιρό είχα να ξανανιώσω έτσι; Ήταν κάτι σαν πόνος στο λαιμό. Όχι ακριβώς πόνος, μια ενόχληση. Λες και κάτι είχε σφηνωθεί εκεί πέρα. Είχα φάει κάτι που δεν έπρεπε; Το μόνο που είχα φάει όλη μέρα ήταν πικραλίδες και στάχυα. Είχα πιεί αρκετό νερό;
Όμως, ήταν κάτι άλλο. Το στήθος μου ήταν σφιγμένο. Και τα μάτια μου πονούσαν. Καλά, τι ήταν πάλι αυτό;
Μια σταγόνα νερό έπεσε πάνω στο Μαγικινητό. Κοίταξα το ταβάνι να δω μήπως είχε καμία διαρροή. Όμως, ούτε που έβρεχε.
Το μάγουλό μου ήταν υγρό. Μα, τι μου συνέβαινε, τέλος πάντων;
Άφησα κάτω το Μαγικινητό και το στιλό μου και έγειρα στον τοίχο του δεντρόσπιτου. Παρ' το απόφαση, Μαργαρίτα. Δάκρυα είναι. Κλαίς. Είσαι στεναχωρημένη.
Ναι αλλά εγώ δε στεναχωριόμουν! Και μάλιστα για άνθρωπο! Δεν περνούσαν σ' εμένα αυτά. Τέτοια αισθήματα ήταν για τους αδύναμους. Από τότε που λιώσανε το φίλο μου, εμένα δε με έπιαναν οι στεναχώριες. Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που είχα νιώσει έτσι. Κι από τότε δεν είχα δείξει κανενός είδους συναισθήματα, τώρα που το σκεφτόμουν.
Τι μου συνέβαινε; Γιατί δεν ήταν μόνο ότι δεν πληγωνόμουν εύκολα - ήταν και ότι γενικώς δε με ένοιαζε. Τίποτα και κανένας. Ούτε χαρά είχα νιώσει, ούτε καλά περνούσα, ούτε γέλια και χαμόγελα μου 'ρχονταν εμένα.
Οπότε τι σήμαινανλ όλα αυτά;
Σκέφτηκα τη Φιλίπα που έκανε τα μαγικά της κόλπα χτες και πόσο όμορφα αισθάνθηκα βλέποντας το πρόσωπό της να γεμίζει χαρά όταν της είπα ότι τα έκανε πολύ καλά. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα και πολλά για τέτοιου είδους συναισθήματα, γι' αυτά που σε γεμίζουν τόσο πολύ και ο λόγος που σε γεμίζουν είναι ακριβώς επειδή νοιάζεσαι για τους άλλους.
Ξαφνικά ήθελα να νιώσω, ήθελα να νοιαστώ, ακόμη κι αν κάποιες φορές πονούσε. Και ήθελα επίσης να μάθει η Φιλίπα ότι νοιαζόμουν. Ίσως να ήταν πια πολύ αργά, ύστερα από όσα είχα πει στο σχολείο. Καλά δεν το πίστευα πόσο ανόητη, πόσο απαίσια ήμουν! Ούτε να το σκέφτομαι δεν άντεχα.
Ίσως η Φιλίπα να μην ήθελε να ξαναγίνει φίλη μου πότε πια, αλλά δεν έχανα τίποτα να προσπαθήσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να τη δω να χαμογελάει λίγο περισσότερο.
Καλά, με τη δεύτερη ευχή, τουλάχιστον θα το κατάφερνε. Και με λίγη τύχη, θα θυμόταν ποιος ήταν υπεύθυνος και θα με συγχωρούσε. Ναι, ίσως ξαναγινόμασταν φίλες τελικά.
Αλλά, ένα ένα τα πράγματα. Τώρα έπρεπε να πέσω με τα μούτρα στη δουλειά. Κράτησα σημειώσεις στο τετράδιο γράφοντας διάφορα πράγματα που έπρεπε να οργανώσω το πρωί.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να βγαίνει όταν τελείωσα την αναφορά μου στο ΠΑΤΣ. Κουλουριάστηκα όσο πιο βολικά μπορούσα στην κουβέρτα και παραδόθηκα σε ένα χαμογελαστό ύπνο.