Πεφταστέρι No2

1 1 0
                                    

Ρίγος μ' έπιασε όταν γύρισα στο κρεβάτι μου, παρόλο που η νύχτα ήταν ζεστή. Τι είχα κάνει; Θα έπιανε; Θα το μάθαινα αμέσως; Πόσο καιρό θα έπαιρνε μέχρι να αρχίσει; Και γιατί δεν είχα κάνει όλες αυτές τις ερωτήσεις στη Μαργαρίτα;

Το μυαλό έπαιρνε χίλιες στροφές κι ο ύπνος μου ήταν ανήσυχος. Τρεις ή τέσσερις φορές ξύπνησα μέσα στη νύχτα. Και κάθε φορά η νύχτα έδειχνε όλο και πιο σκοτεινή, το σπίτι πιο ήσυχο και το κεφάλι μου βούιζε με ακόμη περισσότερα ερωτήματα.

~timeskip~

Τι μυρωδιά ήταν αυτή;

Τα ρουθούνια μου ξύπνησαν πριν από το υπόλοιπο σώμα μου. Μπέικον. Κάποιος μαγείρευε μπέικον. Η μαμά θα έβγαινε απ' τα ρούχα της! Αφού είναι χορτοφάγος μια ζωή!

Κοίταξα το ξυπνητήρι. Επτάμισι. Έτοιμη ήμουν να αλλάξω πλευρό και να κοιμηθώ λιγάκι ακόμα όταν αντιλήφθηκα και κάτι άλλο: κλασική μουσική. Από κάτω ερχόταν. Κανείς δεν ακούει κλασική μουσική σ' αυτό το σπίτι! Όλο κέλτικες γκάιντες και χιλιανά τύμπανα ή ιρλανδέζικη παραδοσιακή μουσική με πολιτικό μήνυμα ακούνε.

Τι συνέβαινε;

Και μετά θυμήθηκα το κουπόνι, το πεφταστέρι. Άραγε να ήταν εξαιτίας της ευχής μου αυτή η αλλαγή;

Πετάχτηκα από το κρεβάτι και έριξα πάνω μου τη ρόμπα μου. Τράβηξα τις κουρτίνες να σιγουρευτώ πως ο έξω κόσμος δεν είχε αλλάξει. Εντάξει, δεν είχε αλλάξει. Ή τουλάχιστον όχι ολόκληρος. Γιατί κάτι είχε αλλάξει και ήταν εκεί, ολοζώντανο, μπροστά στα μάτια μου: ένα μαύρο, γυαλιστερό Ford Mondeo!

Έπιασε! Η ευχή μου έπιασε!

Έτρεξα κάτω και μπήκα σαν σίφουνας στην κουζίνα. Στο τραπέζι είδα καθισμένο έναν άντρα που έμοιαζε κάμποσο με τον μπαμπά μου. Κάμποσο, αλλά με άπειρες διαφορές. Να, τα μαλλιά του, ας πούμε, ήταν κοντά και περιποιημένα. Μέχρι και ζελέ είχαν επάνω.

Μετά, ήταν τα ρούχα του: κουστούμι, κομψό και καθαρό. Επίσης, δεν ήταν αγουροξυπνημένος. Όχι. Μόλις τελείωνε το πρωινό του και διάβαζε την οικονομική εφημερίδα.

Μου χαμογέλασε.

"Καλημέρα, γλυκιά μου", είπε με τη φωνή του μπαμπά μου. "Άντε να ντυθείς. Μην αργήσουμε".

Έμεινα να τον κοιτάζω. Άραγε να θυμόταν το χθες; Ήταν ο ίδιος άνθρωπος; Ήξερε πως αν δεν ήμουν εγώ, δεν θα με είχε πάει ποτέ στο σχολείο πριν από την πρώτη ώρα;

"Τι έπαθες; Έχασες τη μιλιά σου;" Η μαμά ήταν πίσω μου. Γύρισα και αντίκρισα μια γυναίκα που μάλλον ήταν η μαμά μου. Μου τη θύμιζε πάρα πολύ. Αλλά αυτή εδώ ήταν ντυμένη, όχι με τα νυχτικά! Και μαγείρευε! Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τη μαμά με κανονικά ρούχα πριν από το μεσημέρι. Και ούτε θυμόμουν την τελευταία φορά που είχε μαγειρέψει κανονικό φαγητό και όχι υγιεινές βλακείες για κουνέλια και φέτες από τούβλα για πρωινό. Μα φυσικά! Αφού στην ευχή είχα ζητήσει να μαγειρεύει κανονικά φαγητά η μαμά μου.

Μια νεράιδα για τη ΦιλίπαWhere stories live. Discover now