Δεντρόσπιτο

20 2 0
                                    

*Φιλίπας pov*

Το πρωί της Κυριακής ξεκίνησε με την φρικτή αίσθηση ότι είχα κάνει το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου.

Ολα άρχισαν το Σάββατο. Το Σαββατοκύριακο έμοιαζε σαν όλα τα άλλα. Η μαμά με τον μπαμπά έτρεχαν να μαζέψουν μπαλόνια και μαριονέτες και μπογιές για το πρόσωπο και να τα βάλουν στο βαν για το πάρτι που είχαν να πανε το απόγευμα. Πάντα κάπου υπάρχει ένα πάρτι τα Σάββατα. Οι γονείς μου είναι εμψυχωτές σε πάρτι, που σημαίνει ότι τα Σαββατοκύριακα έχουν την περισσότερη δουλειά. Πήγαινα κι εγω μαζί τους στα πάρτι τους στα πάρτι κάποτε, αλλά ύστερα από... τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι δεν πάω πια.

Γενέθλια, επέτειοι, επιτυχίες στις εξετάσεις του πιάνου - ό,τι θες γιορτάζουν οι άνθρωποι, και οι γονείς μου πάντα εκεί, να τραγουδάνε, να βγάζουν κουνέλια από καπέλα, να πετάνε τούρτες στη μούρη του μεγάλου σου αδερφού... Αρκεί να σε κάνουν να χαμογελάσεις.

Ολοι νομίζουν πως είναι ωραίο να έχεις γονείς σαν τους δικούς μου. Πιστεύουν πως η ζωή στο σπίτι μας μοιάζει με πάρτι που δεν τελειώνει ποτέ. Λάθος.

Δηλαδή, εντάξει, πλάκα είχε κάποτε. Όταν ήμουν μικρή και δε βαριόμουν να φτιάχνω συνέχεια ζωάκια από μπαλόνια κάθε βδομάδα. Ή όταν μου άρεσε να με πηγαίνουν βόλτες με το κίτρινο βαν που είχε πάνω ζωγραφισμένους κλόουν και λαγούς. Οταν δεν ήξερα πως υπήρχαν και προβλήματα που δεν μπορούσαν να λυθούν νε ένα απλό γαργάλημα. Κάποτε πίστευα πως οι γονείς μου ήταν τα πιο απίστευτα, τα πιο φοβερά άτομα στον πλανήτη.

Τώρα απλώς με φέρνουν σε δύσκολη θέση και ντρέπομαι.

Ωστόσο, αυτό το Σάββατο δεν το πολυσκεφτόμουν. Ούτε πους τους πρόσεχα καλά καλά τι έκαναν. Είχα αλλού το μυαλό μου. Έπρεπε να τελειώσω το δώρο που ετοίμαζα για την κολλητή μου, τη Σαρλοτ.

"Φιλίπα, φεύγουμε εμείς τώρα!" μου φωναξε η μαμά από τις σκάλες.

"Εντάξει", της φώναξα κι εγώ.

"Έχω αφήσει σόγια και χορτοφαγικά μπιφτέκια για σένα και τη Σάρλοτ".

Αχ, φτάνει πια. Πόσο θα 'θελα μια φορά, μια φορά μόνο, να φάω κάτι φυσιολογικό, όπως σάντουιτς με τυρί ή ψαροκροκέτες. "Ωραία!" απαντησα, ελπίζοντας να ακουστώ πιο ειλικρινής απ' όσο ένιωθα μέσα μου.

Η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε και σήκωσα το κεφάλι. Ήταν ο μπαμπάς. Είχε ζωγραφισμένο στο ένα του μάγουλο έναν πορτοκάλι ήλιο και στο άλλο μαύρο ουρανό και ένα μισοφέγγαρο.

"Σε ποιο χέρι έχω το νόμισμα;" με ρώτησε και μου έδειξε τις δυο παλάμες του χαμογελώντας πλατιά.Έδειξα το αριστερό.
"Εδώ".

"Εισαι σίγουρη;" Ο μπαμπάς μού έκλεισε το μάτι, μετά έκλεισε τις φούστες του, μου είπε να τις φυσήξω και -τσαφ!- το νόμισμα είχε εξαφανιστεί. Καλό κόλπο. Και σίγουρα θα ήταν πολύ καλύτερο αν δεν το έβλεπα τρεις φορές τη βδομάδα επί έντεκα χρόνια και αν δεν ήξερα πως να το κάνω μόνη μου και αν δεν είχα εντυπωσιάσει μ'αυτό τους φίλους μου άπειρες φορές.

Αλλά δεν έλεγα τίποτα. Αν του το έλεγα, θα τον στεναχωρούσα και η αλήθεια είναι πως κι εμένα μου άρεσαν τα κόλπα του. Πολύ χαιρόμουν όποτε μου μάθαινε ένα καινούριο. Και μετά καθόμουν να εξασκηθώ βδομάδες ολόκληρες. Όχι ότι έκανα τα κόλπα μπροστά δε άλλους. Μόνο στη Σάρλοτ. Και η ιδέα μόνο ότι μπορεί να έκανα κάποιο μαγικό κόλπο μπροστά σε κόσμο με τρόμαζε. Ποτέ δεν θα ξανάκανα κάτι τέτοιο.

"Καλό", είπα και χαμογελασα.
Ο μπαμπάς έκλεισε ξανά τις παλάμες, έσκυψε προς το μέρος μου, γαργάλησε το αυτί μου και άνοιξε ξανά τις παλάμες. "Ε! Κοίτα πού το βρήκα! Στο αυτί σου ήταν τόση ώρα", είπε. "Καλά,γιατί δε μου το 'πες;"

Συνέχισε να χαμογελάω. "Θα τους ξετρελάνεις, μπαμπά", είπα.

Έσκυψε και με φίλησε στην κορφή του κεφαλιού.
"Φρόνιμη, έτσι, ηλιαχτίδα μου;" είπε πριν πάει κάτω να συναντήσει τη μαμά.

Είδα το βαν να χάνεται στο τέρμα του δρόμου και επέστρεψα στο βραχιόλι που έφτιαχνα για τη Σάρλοτ.

Η Σάρλοτ ήταν η κολλητή μου από τη πρώτη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας στο σχολείο. Ήμασταν ακόμη και στο προνήπιο μαζί, που σημαίνει ότι γνωριζόμασταν σχεδόν εφτά χρόνια. Αυτό το σαββατοκύριακο μετακόμιζε. Οι γονείς της είχαν αγοράσει μια φάρμα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. "Επιστροφή στη φύση", έτσι το έλεγαν. Θα καλλιεργούσαν μόνοι τους την τροφή τους, θα έπαιρναν ενέργεια από τον ήλιο και δε θα είχαν
τηλέφωνο ή τηλεόραση. Ούτε υπολογιστή δε θα είχαν, και το σπίτι βρισκόταν στη μέση του πουθενά, που σήμαινε πως ούτε τα κινητά θα έπιαναν εκεί πέρα. Και σε άλλο πλανήτη να μετακόμιζαν, δηλαδή, το ίδιο θα ήταν.

Μια νεράιδα για τη ΦιλίπαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora