Απόφαση Νο2

2 1 0
                                    

Στράφηκα στη Μαργαρίτα μήπως και εκείνη μου ρίξει μια παρηγορηματική μάτια. Με κοίταξε με πρόσωπο ανέκφραστο, χωρίς το παραμικρό συναίσθημα. Μάλλον ήταν και η μόνη στην τάξη που ούτε είχε γελάσει ούτε σοκαριστεί. Ίσως αυτό να ήταν το φυσιολογικό στον κόσμο της. Ίσως ήταν η πιο συνήθης συμπεριφορά στον κόσμο των νεραϊδών να τριγυρίζουν έξω οι άνθρωποι με τις πιτζάμες τους.

Κοίταξα τη Λόρεν και την Μπεθ. Αυτές σίγουρα θα με υποστήριζαν. Όμως, και οι δυο είχαν κατεβασμένα τα κεφάλια και όλο ίσιωναν τα βιβλία και τα μολύβια τους στο θρανίο. Και οι δυο τους ήταν το ίδιο κατακόκκινες μ' εμένα.

Η κυρία Χόλντσουορθ χτύπησε τα χέρια. "Μάλιστα, λοιπόν. Επιστρέφουμε στο μάθημά μας, έτσι; Ανοίξτε τα βιβλία των γαλλικών στο κεφάλαιο επτά".

Μόλις φέτος είχαμε αρχίσει Γαλλικά. Είπαν πως ήταν απαραίτητη προετοιμασία για το γυμνάσιο. Γενικά δεν τα συμπαθούσα, αλλά σήμερα θα χαιρόμουν με οτιδήποτε θα μου έδιωχνε από το μυαλό όσα είχα περάσει πριν από λίγο.

Τα παιδιά ψαχούλεψαν τις τσάντες και τα θρανία τους και έβγαλαν τα βιβλία, όταν η κυρία Χόλντσουορθ χτύπησε πάλι τα χέρια. "Πιο ήσυχα, παιδιά", είπε αυστηρά. Συνήθως, μια παρατήρηση της ήταν αρκετή. Κάνεις δεν ήθελε να ακούσει εξάψαλμο. Όμως , σήμερα, η αυστηρή φωνή δεν έπιασε. Σ' όλη την τάξη είχε απλωθεί ένα σούσουρο, ένας ψίθυρος, ρουθουνίσματα και κρυφά γελάκια. Κοίταξα στο πλάι χωρίς να σηκώσω το κεφάλι. Ακόμα δεν μπορούσα να αντικρίσω την τάξη. Δίπλα μου όλα τα παιδιά έκρυβαν το στόμα τους με το χέρι. Και όταν άνοιξα το βιβλίο μου, συνειδητοποίησα γιατί γελούσαν τόσο.

Κεφάλαιο Επτά, Η Οικογένεια.

Είχε μια εικόνα με μια μαμά κι έναν μπαμπά, ένα γιο και μια κόρη. Ο πατέρας φορούσε ριγέ παντελόνι, σχεδόν το ίδιο με του δικού μου.

Ο Τάιρον Γκούλντεν σήκωσε το χέρι. "Κυρία, πως λέμε μπλε ριγέ πιτζάμα στα γαλλικά;" ρώτησε. Και όλη η τάξη ξεράθηκε από τα γέλια. Όλη εκτός από το δικό μου θρανίο, δηλαδή. Η Λόρεν και η Μπεθ είχαν κοκκινήσει από την ντροπή, η Μαργαρίτα είχε πάλι τη συνηθισμένη της ειρωνική έκφραση στο πρόσωπο κι εγώ ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

Ακόμη και η κυρία Χόλντσουορθ κρατιόταν να μη γελάσει. "Ελάτε, παιδιά", είπε. "Μάθημα τώρα".

Πέρασα τη μέρα προσπαθώντας να σκεφτώ πώς θα γινόταν να μην ξαναπάω ποτέ σχολείο. Βυθίστηκα στο μικρόκοσμό μου, όπου καταφεύγω οπότε νιώθω χάλια.

Στο φανταστικό αυτό κόσμο μου είχα επινοήσει άλλους γονείς. Ο μπαμπάς μου ήταν λογιστής και πήγαινε στη δουλειά του με γραβάτα και κοστούμι. Οδηγούσε κανονικό αυτοκίνητο, ίσως ένα Ford Mondeo ή κάτι τέτοιο. Και το αμάξι είχε μια συνηθισμένη κόρνα. Εκείνος ο μπαμπάς έκανε φυσιολογικές συζητήσεις με τον κόσμο, μιλούσε για τον καιρό, για την οικονομική κατάσταση. Και τα υπόλοιπα τα κρατούσε για τον εαυτό του και δεν τραβούσε την προσοχή. Έπαιζε σκουός με το αφεντικό του. Σηκωνόταν στην ώρα του το πρωί. Όλα τα έκανα στην ώρα τους. Και ποτέ μα ποτέ δεβ ντρόπιαζε την κόρη του.

Η μαμά μου είχε κι εκείνη μια φυσιολογική δουλειά. Μπορεί να ήταν ιδιαίτερα γραμματέας σε εταιρεία ή κάτι τέτοιο. Δεν μαγείρευε με τόφου και δεν έβρισκε σπουδαία λιχουδιά τον καβουρνισμένο ηλιόσπορο. Μου μαγείρευε μόνο φαγητά που μου άρεσαν! Για το σχολείο μού έδινε σάντουιτς με ζαμπόν και τσιπς, και πάντα υπήρχαν σ' ένα κουτί στην κουζίνα μας άφθονες σοκολάτες και μπισκότα. Φόρουσε ρούχα κομψά από διάσημους σχεδιαστές και όχι χίπικα, φαρδιά παντελόνια και μπλουζάκια με πολιτικά σλόγκαν επάνω. Ήταν τακτική και νοιαζόταν για τα μαθήματά μου και δεν έπαιζε βιολί ούτε διόρθωνε αστυνομικές στολές ούτε περιφερόταν με τη ρόμπα στο σπίτι τη μισή μέρα.

Αχ, μακάρι...

Και τότε θυμήθηκα. Οι ευχές! Τίναξα το κεφάλι μου να διώξω τον ονειρικό μου κόσμο και κοίταξα τη Μαργαρίτα. Είχε μια κενή έκφραση στο πρόσωπο που, ευτυχώς, αυτή τη φορά δεν ήταν διαφορετική από των άλλων παιδιών. Η κυρία Χόλντσουορθ μιλούσε για ρήματα και ουσιαστικά και γένη και η μισή τάξη έδειχνε χαμένη, σαν την Μαργαρίτα. Όπως την κοιτούσα, όμως, πρόσεξα πως το πρόσωπό της ήταν κάπως γκρίζο σήμερα το πρωί. Ήταν καλά άραγε; Μακάρι να μην είχε αρρωστήσει. Γιατί μπορεί να μου χαλούσε τις ευχές. Αμέσως ένιωσα πολύ άσχημα είχε σκεφτεί τόσο εγωιστικά.

"Μαργαρίτα;" τη σκούντησα.

Γύρισε και με κοίταξε. "Τι;"

"Έχω την πρώτη ευχή!" είπα. "Ξέρω τι θέλω να ευχηθώ".

"Επιτέλους, καιρός ήτανε", απάντησε. "Άντε να τελειώνουμε μ' αυτή την αποστολή. Όσο πιο σύντομα αρχίσουμε, τόσο πιο γρήγορα θα ξεκουμπιστώ από δω πέρα και θα συνεχίσουμε και οι δυο τη ζωή μας".

"Καλά, ντε" είπα, μάλλον λίγο πιο τσαντισμένα απ' όσο ήθελα. Ήταν ανάγκη να μου υπενθυμίζει συνέχεια πόσο ήθελε να με ξεφορτωθεί; Ε, δεν ήταν και ό,τι ακριβώς ήθελα να ακούσω.


Μια νεράιδα για τη ΦιλίπαWhere stories live. Discover now