Έφυγα τρέχοντας από το σχολείο με το που μου έδωσε την άδεια η κυρία Χόλντσουορθ. Δε χαιρέτησα κανέναν, ούτε καν τη Λόρεν ή την Μπεθ. Ή τη Μαργαρίτα. Όχι ότι θα το πρόσεχε κιόλας. Κουβέντα δε μου είπε όλη μέρα.
Διέσχισα το προαύλιο πριν προλάβει να βγει κανείς έξω. Όχι, δε θα το άντεχα να ξαναζήσω τα ίδια. Με το που θα έβλεπαν το βαν, όλο και κάτι θα έλεγαν. Το ήξερα.
Προσευχόμουν να έρθει τουλάχιστον η μαμά να με πάρει και όχι ο μπαμπάς. Μια τελευταία φορά. Μόνο αυτό θα άντεχα. Γιατί από αύριο όλα θα ήταν διαφορετικά.
Το βαν είχε φτάσει και περίμενε- και ευτυχώς, μέσα ήταν η μαμά.
"Καλά πέρασες, μωρό μου;" με ρώτησε ως συνήθως. Δεν άντεχα να απαντήσω. Ούτε να μιλήσω δεν άντεχα. Από πού ν' αρχίσω και πού να τελειώσω;
Οπότε πέταξα ένα "Μμμ" και για καλή μου τύχη εκείνη δε ρώτησε τίποτε άλλο. Άρχισε να λέει για έναν τύπο που είχε έρθει στο μαγαζί και έψαχνε για μια στολή για να φορέσει για να κάνει πρόταση γάμου στην κοπέλα του. Η όποια ήταν θαυμάστρια του Σούπερμαν, οπότε αποφάσισε να ντυθεί Σούπερμαν για να της κάνει πρόταση. Όμως, δεν είχαν στολή στο νούμερο του, γι' αυτό έπρεπε να βρει άλλη λύση. Αλλά δεν άκουσα τι αποφάσισε τελικά, γιατί είχα βυθιστεί στις σκέψεις μου. Το μόνο που είχα στο νου μου ήταν η πρώτη ευχή που θα έκανα.
~timeskip~
Εννιάμισι. Λιγότερο από δύο ώρες έμεναν. Κι αν με έπαιρνε ο ύπνος; Η Μαργαρίτα δε μου είπε πότε ήταν το επόμενο πεφταστέρι. Αυτό δεν έπρεπε να το χάσω με τίποτα. Δεν ήταν δυνατόν να βγάλω μια ακόμη μέρα σαν τη σημερινή. Η σκέψη και μόνο με κράταγε ξύπνια. Όχι, αποκλείεται να με έπαιρνε ο ύπνος!
Αποφάσισα να κάνω εξάσκηση σε μερικά από τα κόλπα του βιβλίου μου όσο περίμενα να περάσει η ώρα. "Πώς να μαγνιτητίσετε το χέρι σας". Πήρα ένα μολύβι από το πάτωμα και το ακούμπησα στην παλάμη μου και τύλιξα το άλλο χέρι γύρω από τον καρπό μου, όπως έλεγε το βιβλίο. Τέντωσα το ένα δάχτυλο και κρυφά στερέωσα το μολύβι στην παλάμη μου. Από την άλλη μεριά φαινόταν λες και το μολύβι ήταν κολλημένο στην παλάμη μου, μαγνητισμένο. Τέλειο!
Όμως, δεν ήταν το ίδιο τώρα που δεν είχα τη Σάρλοτ να με παρακολουθεί. Πόσο εντυπωσιαζόταν κάθε φορά που έκανα ένα κόλπο. Μάλλον καταλαβαίνω γιατί ο μπαμπάς χαίρεται τόσο πολύ με τη δουλειά του. Είναι τόσο όμορφο να βλέπεις τα πρόσωπα των ανθρώπων γεμάτα ενθουσιασμό και θαυμασμό γι' αυτό που κάνεις. Όχι ότι θα έδινα πότε παράσταση μπροστά σε κόσμο. Ποτέ ξανά.
Έβαλα στην άκρη το μολύβι. Και τότε πρόσεξα τη μαργαρίτα στην αυγοθήκη. Το νερό είχε κατέβει κάμποσο, οπότε το ξαναγέμισα. Έλα, μαργαριτούλα μου, είπα στο γερμένο λουλούδι. Θέλω να μείνεις ζωντανή.
Τώρα που ήξερα για την αποστολή της Μαργαρίτας, το λουλούδι αυτό δε συμβόλιζε μόνο τη φιλία μου με τη Σάρλοτ, αλλά και τον κύκλο ζωής της Μαργαρίτας. Όσο ζούσε το λουλούδι, τόσο θα ζούσε κι εκείνη. Θα φρόντιζε η ίδια τον εαυτό της, αλλά κι εγώ θα φρόντιζα αυτό το λουλουδάκι. Θα μου θύμιζε πάντα το πόσο σημαντική και επείγουσα ήταν η αποστολή της Μαργαρίτας.
Δέκα και τέταρτο. Μια ώρα ακόμα. Πήρα πάλι το Εγχειρίδιο του Μάγου από το πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι μου και σύντομα χάθηκα στο επόμενο κόλπο: "Πώς να κάνετε ένα κομπιουτεράκι να προβλέπει το μέλλον".
Μου φάνηκε πως είχαν περάσει μόλις πέντε λεπτά όταν ξανακοίταξα το ρολόι, αλλά έλεγε έντεκα πάρα πέντε. Κοντεύουμε.
Μάζεψα το βιβλίο και φόρεσα το νυχτικό μου. Έπρεπε να φτάσω αθόρυβα στο δεντρόσπιτο χωρίς να ξυπνήσω τη μαμά και τον μπαμπά. Και μάλιστα μέσα σε δέκα λεπτά!
Άνοιξα απαλά την πόρτα του δωματίου μου και βγήκα στο διάδρομο. Το σπίτι ήταν σιωπηλό. Η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν στο δωμάτιό τους με αναμμένο το φως. Προσπέρασα την πόρτα τους στις μύτες των ποδιών, κρατώντας την ανάσα μου. Το μόνο που μπορεί να ακουγόταν στη σιωπή του σπιτιού ήταν η καρδιά μου που βροντούσε.
Έντεκα και πέντε. Γρήγορα! Πήγα στην κουζίνα και ξεκλείδωσα την πίσω πόρτα. Μόλις την έκλεισα προσεκτικά, έφυγα σφαίρα για τον κήπο και ανέβηκα τη σκάλα.
"Μαργαρίτα;"
"Εδώ πάνω είμαι", άκουσα τη φωνή της.
Πέρασα μέσα από την καταπακτή.
"Κι έλεγα πως θα το έχανες", είπε ειρωνικά η Μαργαρίτα.
Είχα αρχίσει να συνηθίζω τις ειρωνείες της. Μάλλον δε θα μπορούσε να μιλήσει διαφορετικά.
"Πάρε", είπε και μου έδωσε το κουπόνι ευχών πριν προλάβω να πω τίποτα.
Πήρα το φάκελο. Στα χέρια μου άστραφταν χρώματα αχνά που βάλθηκαν να χορεύουν ανάμεσα στα δάκτυλα μου σαν απαλός αέρας. Έμεινα να κοιτάζω χωρίς ακόμη να πιστεύω 100% πως πράγματι συνέβαιναν όλα αυτά.
"Έλα, δύο λεπτά έμειναν", μου φώναξε.
11.10. Ένα ακόμη λεπτό. Κράτησα το κουπόνι ευχής στο χέρι και κοίταξα τη Μαργαρίτα.
"Από κει", είπε και έδειξε το παράθυρο που έβλεπε στο δάσος, στα ανατολικά, εκεί απ' που θα έπεφτε από στιγμή σε στιγμή το αστέρι. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, τι χέρι μου έτρεμε καθώς κρατούσε την ευχή και τα δευτερόλεπτα περνούσαν.
11.11. Αχ, ας μην λέμε ψέματα. Ας πιάσει η ευχή. Τέντωσα το χέρι μου έξω από το παράθυρο και προσευχήθηκα να μην αργήσει το πεφταστέρι.
"Τώρα", είπε η Μαργαρίτα.
Αυτό ήταν!
"Εύχομαι να αλλάξουν οι γονείς μου", είπα δυνατά. "Να γίνουν ακριβώς όπως τους φαντάστηκα σήμερα το πρωί!"
Με το που τελείωσα τη φράση μου, το κουπόνι ξέφυγε από το χέρι μου
Αχ, όχι! Μου 'πέσε; Εγώ το άφησα;
"Τι έγινε τώρα;" ρώτησα.
"Μην ανησυχείς", είπε η Μαργαρίτα. Κοίταξα εκεί που μου έδειχνε. Όχι, δε μου είχε πέσει κατά λάθος το κουπόνι. Μόλις που το διέκρινα, με τα λαμπερά του χρώματα να φωτίζει με λάμψεις τον ουρανό καθώς απομακρυνόταν από μένα και πετούσε πάνω από το δεντρόσπιτο με κατεύθυνση τα αστέρια. Έμεινα να το κοιτάζω ώσπου τα μάτια μου δάκρυσαν. Ήταν σαν την πιο τέλεια επίδειξη πυροτεχνιμάτων που είχα δει ποτέ. Σαν εκτόξευση πυραύλου. Χρώματα που χόρευαν και εκσφενδονίζονταν μέσα στη νύχτα.
Και τότε είδα το πεφταστέρι μέσα σε μια λευκή αστραπή. Και σε ένα δευτερόλεπτο είχε καταπιεί όλα τα χρώματα. Το κουπόνι χάθηκε στο λαμπερό φως. Και αμέσως το σκοτάδι απλώθηκε ξανά.
Τα είχα καταφέρει. Είχα κάνει την πρώτη μου ευχή.
Άφησα τη Μαργαρίτα να πατάει διάφορα κουμπιά στο Μαγικινητό της και επέστρεψα στο σπίτι όσο πιο σιωπηλά μπορούσα. Το φως της μαμάς και του μπαμπά ήταν σβηστό τώρα και άκουσα τον μπαμπά να ροχαλίζει.