Εγώ κάθισα κάτω και την περίμενα. Ο ήλιος πάλευε όλη τη μέρα να ξεμυτίσει από τα σύννεφα. Και τώρα είχε παγιδευτεί πίσω από το πιο μεγάλο άσπρο σύννεφο στον ουρανό. Όση ώρα το κοιτούσα, άλλαζε σχήμα. Ο ήλιος είχε βαλθεί να ανοίγει τρύπες στην επιφάνειά του και κάποιες θολές ακτίνες του ξεπρόβαλλαν μέσα από τα ανοίγματα. Όποτε συμβαίνει αυτό, έχω την εντύπωση πως μοιάζει με σκάλα που κατεβαίνει από τον ουρανό ή από άλλο πλανήτη και πως αν μπορούσαμε να βρούμε έναν τρόπο να την ανέβουμε, θα καταφέρναμε να ανακαλύψουμε έναν ολοκαίνουριο κόσμο δίπλα ακριβώς από το δικό μας.
Μια μέρα είχα μοιραστεί αυτές μου τις σκέψεις με τη Σάρλοτ. Γέλασε και μου εξήγησε γιατί κάτι τέτοιο ήταν επιστημονικώς αδύνατον. Λέει πως έτσι κι αλλιώς δε χρειάζομαι άλλους κόσμους γιατί εγώ ζω στον δίκο μου ονειρικό κόσμο τον περισσότερο καιρό.
Μάλλον απ' τη μαμά μου το πήρα. Εκείνη είναι που πιστεύει σε διάφορα τρελά. Λέει, ας πούμε, πως οι ακτίνες του ήλιου είναι νεράιδες που κατεβαίνουν να επισκεφτούν τον κόσμο και να φροντίσουν τους ανθρώπους. Μου τραγούδαγε κι ένα τραγούδι και έλεγε πως έτσι καλούσες τις νεράιδες. Πολλές φορές το τραγουδούσαμε και μαζί.
Κατέβα, νεράιδα μου καλή.
Αχ, σε χρειάζομαι πολύ!
Ως το εννιά σαν θα μετρήσω,
μια νεράιδα θα γνωρίσω.
Το τραγουδούσαμε κάθε μέρα για ένα χρόνο περίπου και πότε δεν είδαμε ούτε μια νεραϊδούλα, οπότε αποφάσισα πως δεν ήταν πάρα ένα ανόητο τραγουδάκι που είχε σκαρώσει - παρόλο που προσπαθούσε να με πείσει πως της το έμαθαν οι ίδιες οι νεράιδες!
Έγειρα πίσω μουρμουρίζοντας το τραγούδι, ενώ απολάμβανα το ζεστό ήλιο που έπεφτε στο πρόσωπο μου δραπετεύοντας δειλά μέσα από το σύννεφο. Ήταν τόσο εκτυφλωτικός, που γύρισα το κεφάλι.
Όταν κοίταξα το έδαφος, πρόσεξα πως δίπλα μου είχαν φυτρώσει μαργαρίτες. Έκοψα δυο και έκανα μια σχισμή στο κοτσάνι της μιας για να περάσω την άλλη από μέσα.
Ένιωσα τη σκιά της Σάρλοτ από πάνω μου.
"Τι κάνεις;" με ρώτησε καθώς καθόταν δίπλα μου.
"Φτιάχνω μια αλυσίδα από μαργαρίτες".
"Τέλεια, θα σε βοηθήσω. Καιρό έχουμε να φτιάξουμε", είπε και έκοψε κι εκείνη μερικές μαργαρίτες.
Μείναμε να δουλεύουμε σιωπηλές κάμποση ώρα, χαμένες η καθεμιά στις σκέψεις της. Άραγε να ήταν ίδιες με τις δικές μου οι σκέψεις της; Να ήταν κι εκείνη τόσο θλιμμένη όσο εγώ ή δε σκεφτόταν τίποτε άλλο από τη χαρά της για τη μετακόμιση, τη νέα φάρμα και το πόνι που θα της έπαιρναν;
Οι σκέψεις έκαναν τα βλέφαρά μου να καίνε. Γύρισα το κεφάλι από την άλλη μεριά και συγκεντρώθηκα στην αλυσίδα που έφτιαχνα. Μέτρησα τις μαργαρίτες. Οχτώ. Άλλη μια και θα ήταν μια χαρά. Έλεγα να το κάνω κολιέ και να το χαρίσω στη Σάρλοτ, μαζί με το βραχιόλι της φιλίας.
Η τελευταία μαργαρίτα είναι πάντα και η πιο δύσκολη στο ψάξιμο. Γιατί πρέπει να έχει χοντρό και δυνατό κοτσάνι και αρκετά μακρύ ώστε, όταν το χαράξεις, να χωράει να περάσει από μέσα ολόκληρο κεφάλι μαργαρίτας για να δέσει το κολιέ.
Το πρόβλημα ήταν πως έβλεπα θολές τις μαργαρίτες γιατί τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα, απότε δεν ήξερα ποια ήταν η πιο κατάλληλη. Σκούπισα τα μάτια μου και συνέχισα να ψάχνω για την τέλεια μαργαρίτα.
Εκεί που έψαχνα, φύσηξε ένα ξαφνικό αεράκι και οι μαργαρίτες βάλθηκαν να χορεύουν. Η μια τους ξεχώρισε αμέσως. Ήταν πιο ψηλή από τις άλλες και έμοιαζε να γέρνει προς το μέρος μου, λες και με παρακαλούσε να την κόψω. Άπλωσα το χέρι. Και τότε ένα δάκρυ έσταξε από το μάγουλο μου κατευθείαν πάνω στη μαργαρίτα.
"Αχ συγγνώμη", είπα αφηρημένα. Η μαργαρίτα κούνησε το κέφαλι της, λες και δεχόταν τη συγγνώμη μου.
Είχε καταλάβει τι της είπα! Η μαργαρίτα με είχε ακούσει! Και μου είχε απαντήσει!
Γύρισα στη Σάρλοτ έτοιμη να της το πω, αλλά μετά θυμήθηκα πώς είχε αντιδράσει στη θεωρία με τη σκάλα από ηλιαχτίδες και σε εκατό άλλες ιδέες που της είχα πει όλα αυτά τα χρόνια αλλά εκείνη τις έβρισκε φυσικώς αδύνατες. Το ίδιο θα έλεγε και για τη μαργαρίτα μου. Αυτή τη φορά θα 'χε και δίκιο. Μέχρι κι εγώ θα παραδεχόμουν πως τα λουλούδια δε μιλάνε!
Γύρισα στη μαργαρίτα και την τράβηξα προσεκτικά από το έδαφος, πιάνοντας τη από χαμηλά. Και τότε ένιωσα μια πολύ παράξενη αίσθηση. Κάτι σαν να άστραψε μέσα μου. Μόνο έτσι μπορώ να το περιγράψω. Σαν κάτι να βούιζε, ξεκινώντας από τα ακροδάχτυλά μου. Ύστερα σκαρφάλωσε στα χέρια και μέσα στο σώμα μου σαν ένα απέραντο απαλό γαργαλητό. Κοίταξα προσεκτικά τη μαργαρίτα.
Και όπως την είχα έτσι στην παλάμη μου, μια σκέψη επιτέθηκε στον εγκέφαλό μου. Όχι, ήταν κάτι περισσότερο από σκέψη. Ήταν κάτι σαν γνώση, κάτι που το ήξερα στα σίγουρα. Η μαργαρίτα ήταν... Όχι, δεν μπορεί! Βλακείες σκεφτόμουν! Ήταν μάλλον επειδή μιλούσα για το χαζοτράζουδο της μαμάς τόση ώρα. Ορίστε, ακόμη το άκουγα μες στο κεφάλι μου.
Ως το εννιά σαν θα μετρήσω...
Αυτό είχε κάνει. Η μαργαρίτα ήταν η ένατη που έκοψα!
Και τότε κατάλαβα πως ήταν αλήθεια- ακόμη κι αν ήταν η πιο τρελή πιθανότητα του κόσμου, εγώ ήμουν σίγουρη.
Μια νεράιδα θα γνωρίσω.
Η μαργαρίτα μου σίγουρα θα μεταμορφωνόταν σε νεράιδα τα μεσάνυχτα, όπως μου έλεγε η μαμά.