45. Έρωτας

64 4 0
                                    

Μ' έναν ήχο – ένα απλό κλικ – μία μικρή φλόγα ξετρυπώνει από το σκοτάδι, φωτίζοντας ίσα-ίσα τα πρόσωπά μας.

Κοιτάζω τον μαύρο αναπτήρα στα ταλαιπωρημένα δάχτυλά του «Καπνίζεις» διαπιστώνω.

Χαμογελά συνεσταλμένα «Ίσως»

Παίρνει το χέρι μου μέσα στην χούφτα του και πηγαίνουμε να καθίσουμε στο πάτωμα. Η αίσθηση των βιβλίων πίσω στην πλάτη μου είναι άβολη, σκληρή και σχεδόν επίπονη, όμως τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αρκετά για να παραπονεθώ.

«Περίμενε» σπρώχνει γλυκά τον ώμο μου και τοποθετεί το μπράτσο του πίσω μου, εμποδίζοντας το ξύλο να τσαλακώνει τη σάρκα μου, να τρίβεται ενάντια στα κόκκαλα μου «Ορίστε»

«Ευχαριστώ» χαμογελάω κι η αίσθηση του χεριού του φαντάζει γλυκιά σαν φρούτο.

«Δεν περίμενα σήμερα να βρέξει»

«Ούτε εγώ»

«Αλήθεια...» γυρίζει σ' εμένα «... πού ήσουν πριν έρθεις εδώ;»

Στην ατμόσφαιρα πλανάται ένα βάρος – αβάσταχτο, ασήκωτο.

Ή τουλάχιστον το προσέχω μόνο εγώ.

Δεν ξέρω.

Όμως όπως και να 'χει δεν θέλω να του πω με ποιον ήμουν.

«Σπίτι» αποκρίνομαι, προσποιούμενη την άνετη ή έστω την αδιάφορη – σα να ρωτάει κάτι που δεν συνθλίβει την καρδιά μου «Εσύ;» αλλάζω θέμα προτού αποκαλύψω την αλήθεια απ' τις τύψεις.

«Τακτοποιούσα» δείχνει τον απέναντι πάγκο με τα στοιβαγμένα βιβλία.

«Δουλεύεις εδώ;»

«Προφανώς» χασκογελά «Ο Άρθουρ ήταν σαν πατέρας για εμένα και τα αδέρφια μου. Δεν θα μπορούσα ποτέ να τον αφήσω μόνο να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τη δουλειά»

«Σε ήξερε από παιδί;»

Το μοναδικό του λακκάκι κάνει τη μικρή εμφάνιση του μαγεύοντας με «Μεγάλη ιστορία»

«Έχουμε χρόνο»

«Κάποια άλλη φορά» κλείνεται ξανά στον εαυτό του.

Ξέρω πώς δεν θα μου μιλήσει για αυτό. Όχι τώρα. Οπότε το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να ράψω το στόμα μου και να ακούω αυτά που ψιθυρίζει ο άνεμος μέσα από τα ανοίγματα των τοίχων.

Μερικά λεπτά τα περνάμε στη σιωπή, βυθισμένοι στον κόσμο των σκέψεων μας – υποταγμένοι σ' αυτόν, που μόνο οδύνη προσφέρει και εικόνες ανεκδιείγητες για την ανθρώπινη όραση.

Μόνο Μία ΦοράWhere stories live. Discover now