42. Κάθυ

58 5 0
                                    

Το κινητό έχει σταματήσει να δονείται εδώ και δύο ώρες.

Μπορεί και τρεις, δεν θυμάμαι.

Κι επιτέλους μπορώ να ακούσω, χωρίς περισπασμούς τα πουλιά που αποδημούν - που φεύγουν από τις φωλιές τους, μεταφέροντας μονάχα αναμνήσεις από αυτές.

Και ποιός ξέρει... Ίσως ένα από αυτά να μεταφέρει και το πνεύμα του Νικ.

Ανοησίες.

Ξαπλωμένη όπως είμαι στο πάτωμα, ακριβώς δίπλα από το άψυχο σώμα, το παρατηρώ.

Εξιχνιάζω σπιθαμή προς σπιθαμή την κενότητα στα μάτια του, το ψυχρό δέρμα του, τα λόγια που κρέμονταν από τα ξερά του χείλη· έτοιμα να εκτοξευθούν σ' αυτόν που πήρε την ζωή του με μονάχα μια σφαίρα.

Έχω χάσει το μέτρημα των μερών που είμαι εδώ, δίπλα του να τον κοιτάζω, να εισπνέω την μυρωδιά θανάτου κι ανά δευτερόλεπτο να την συνηθίζω. Να την αποτυπώνω στην μνήμη μου ως κάτι οικείο.

Δεν τον αγγίζω κι έχω τα μάτια του κλειστά. Δεν μπορούσα να αισθάνομαι το βλέμμα του πάνω μου να με γλύφει άκαμπτα, δίχως να μιλά.

Μοιάζει περισσότερο σα να κοιμάται παρά σαν πεθαμένος, παρηγορώ τον εαυτό μου με τούτη τη σκέψη.

«Άντυ;» ήχος γνωστός, μα για κάποιο λόγο άγνωστος, ξένος στα αυτιά μου.

Όψη γεροδεμένη εισέρχεται στο χαμόσπιτο, αναζητώντας με.

Δεν τολμώ να υψώσω περισσότερο το κεφάλι μου. Δεν θέλω να αναγνωρίσω ποιος με ψάχνει, διότι ξέρω πως η απογοήτευση θα προσκόλλησει πάνω μου, θα γίνει βαριά ασθένεια και θα με εξασθενίσει.

Δεν είναι αυτός που θέλω να είναι.

Αντίθετα, είναι το κατάξανθο αγόρι που του χρωστάω τόσα πολλά και του δίνω τόσα λίγα.

«Άντυ;» σταματά μπροστά μου, μονάχα λίγα μέτρα μακριά κι η σιωπή πέφτει σαν αυλαία ανάμεσα μας.

Εκείνος αποστομωμένος θεατής στην εικόνα βγαλμένη από το ίδιο το χάος κι εγώ πρωταγωνίστρια σε μία ιστορία που δεν επέλεξα να συμμετέχω.

Τρέχει προς τα εμένα ταραγμένος, με παίρνει αγκαλιά προφέροντας το ψεύτικο όνομα μου αναστατωμένα, τραχειά.

«Άντυ;»

Άντυ.

Άντυ.

Άντυ.

Άντυ.

Και ξαφνικά δεν μπορώ να δεχτώ το άκουσμα αυτής της ταυτότητας. Η σιχαμένη κοπέλα που αποκαλούσαν έτσι τόσο καιρό θέλω να αφανιστεί. Αποζητώ την απελευθέρωση μου απ' την ασφυκτική μάσκα, που μου φόρεσαν χρόνια πριν.

«Κάθυ» ψιθυρίζω, ακούγοντας αδύναμους χτύπους καρδιάς να μειώνονται, να αργοπεθαίνουν.

«Τ-τι;»

«Τ' όνομα μου είναι Κάθυ»

____________________________

Α ρε Έντυ δυναμίτη :")

Μόνο Μία ΦοράOù les histoires vivent. Découvrez maintenant