57. Φύγε

58 5 0
                                    

Joseph's POV

Στέκομαι στην πόρτα εδώ κι ένα λεπτό να προσπαθώ να μαζέψω τις ανάσες μου. Λίγο κουράγιο για να μπορέσω να την αντικρίσω δίχως να εξευτελιστώ.

Επαναλαμβάνω στον εαυτό μου τους πέντε βασικούς κανόνες που έθεσα, με σκοπό την επίτευξη μιας πολιτισμένης συζήτησης.

Δεν έχει φιλιά, χάδια, αγγίγματα, φιλιά και παρακάλια για ένα της χαμόγελο.

Απλό.

Θα μπω μέσα, θα δω αν είναι καλά και θα φύγω...

Γυρνάω το πόμολο με τόλμη, έτοιμος να τη χαιρετήσω με το πιο γοητευτικό μου χαμόγελο, ίσως και με μια αστεία ατάκα, όμως η όψη της ξαπλωμένη, μισόγυμνη μπροστά μου και με μάγουλα μούσκεμα από τη δυστυχία εξατμίζει κάθε είδους αυτοπεποίθησης μέσα μου.

Και μόνο τότε συνειδητοποίησα το κακό που της προξένησα.

«Άντυ;» λέω και τα μάτια της κλείνουν ακόμη πιο σφιχτά, κάνοντας την να δείχνει ότι υποφέρει.

Γαμώτο...

Κλείνω πίσω μου την πόρτα και την πλησιάζω γρήγορα με καρδιά να αρνείται να χτυπήσει σε κανονικούς ρυθμούς.

Κάθομαι δίπλα της στο κρεβάτι.

Εκείνη άκαμπτη, εξακολουθεί να εξαπολύει δάκρυα χωρίς καν να ανοίξει τις πηγές όρασης της.

«Άντυ...»

«Σε παρακαλώ...» φωνή σπασμένη, τσουχτερή στα αυτιά μου «Φύγε»

Αισθάνομαι ήδη τα μάτια μου να καίνε και τον λαιμό μου ξηρό να καταπιέζεται να πνίξει ερωτήσεις απανωτές.

«Δε-δε μπορεί να το εννοείς αυτό»

«Με βλέπεις να αστειεύομαι;» ρωτάει άψυχα – κι επιτέλους μπορώ να δω το χρώμα των ιρίδων της που τώρα περικυκλωμένο από μικρά κόκκινα φλεβίδια μου κόβει απόλυτα το οξυγόνο.

«Άντυ...»

Μουρμουρίζει ασυναρτησίες αγναντεύοντας το τίποτα. Κι εγώ, σχεδόν αδιαφορώντας για τα πάθη της, την πλησιάζω.

«Άντυ μα τι λες—»

«Κάθυ!» ουρλιάζει κάνοντάς με να πισωπατήσω «Το αναθεματισμένο όνομά μου είναι Κάθυ» αυτή τη φορά ψιθυρίζει στο κενό.

Νους που επαναλαμβάνει τη λέξη και στην ηχώ της στάζει μέλι.

Κάθυ, Κάθυ, Κάθυ...

Μόνο Μία ΦοράWhere stories live. Discover now